Λίγο έξω από την Καρδίτσα, στο χωριό Μοίρους, σημειώθηκε πολλαπλή δολοφονία την δεκαετία του ΄60. Τρεις νεκροί και δύο τραυματίες ήταν ο απολογισμός του πρωτοφανούς εγκλήματος. Ο 35χρονος δράστης, Στέργιος Νταλντάνης, δικαζόταν στην πόλη της Καρδίτσας και μετά το τέλος της δίκης, προσπάθησε να σκοτώσει όσους μάρτυρες κατέθεσαν εναντίον του.
Το χρονικό του εγκλήματος
Ήταν 26 Απριλίου 1960, όταν έγινε η δίκη του Στέργιου Νταλντάνη, αφού ο Θεόδωρος Καραμπέτσος του είχε κάνει μήνυση για απόπειρα φόνου και απειλή. Ο Καραμπέτσος και άλλοι τέσσερις συγχωριανοί του, παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο και κατέθεσαν εναντίον του.
Η δίκη ολοκληρώθηκε και επειδή δεν υπήρχαν πολλές αποδείξεις, επιβλήθηκε στον Νταλντάνη ποινή φυλάκισης δέκα ημερών, την οποία εξαγόρασε. Δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα από την έκδοση της απόφασης και τα πέντε άτομα που κατέθεσαν εις βάρος του, ξεκίνησαν να επιστρέψουν στους Μοίρους.
Λίγα μέτρα πριν το χωριό, πετάχτηκε από ένα χαντάκι ο Νταλντάνης. Κρατούσε στα χέρια του τουφέκι και είχε στη ζώνη του μαχαίρι και περίστροφο.
Σημάδεψε και πυροβόλησε τον Καραμπέτσο δύο φορές, πετυχαίνοντας τον στο χέρι και το στήθος . Αφού τον έριξε κάτω αιμόφυρτο, πυροβόλησε έναν άλλον μάρτυρα, τον Μερισιώτη και τον τραυμάτισε στο αριστερό του χέρι. Ο Μερισιώτης ρίχτηκε πάνω του για να του πάρει το όπλο, όμως ο δράστης τον τραυμάτισε με το μαχαίρι, στο κεφάλι και τα νεφρά.
Στο μεταξύ οι άλλοι τρεις είχαν τραπεί σε φυγή για να σωθούν.
Ο Νταλντάνης δεν σταμάτησε εκεί. Πήρε το άλογο του και κατευθύνθηκε προς το χωριό για να φονεύσει όποιον άλλο είχε καταθέσει εναντίον του.
Έφτασε, λοιπόν, στο σπίτι του Διονύση Τζόγια.
Κλώτσησε την πόρτα και πυροβόλησε στα μάτια και στη συνέχεια σε όλο το σώμα τη σύζυγο και την κόρη του Τζόγια, οι οποίες κοιμόντουσαν εκείνη την ώρα και δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Ύστερα, έφυγε για να συνεχίσει το «ξεκαθάρισμα» των μαρτύρων.
Πήγε στο τυροκομείο που εργαζόταν ο Γ. Χασιώτης.
Εκεί τον φώναξε και όταν βγήκε τον πυροβόλησε κι έπεσε νεκρός. Στη συνέχεια, ο δράστης έκοψε το τηλεφωνικό καλώδιο της περιοχής για να μην ειδοποιηθούν οι αρχές.
Ωστόσο, ένας κάτοικος του χωριού είχε ήδη ενημερώσει την χωροφυλακή της Καρδίτσας, από την πρώτη επίθεση.
Η καταδίωξη και η σύλληψη
Όλη η δύναμη της χωροφυλακής Καρδίτσας κινητοποιήθηκε, ώστε να εμποδίσουν την διαφυγή του δολοφόνου.
Έτσι, ξεκίνησε κλεφτοπόλεμος που κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Μετά το αγωνιώδες κυνηγητό, κατάφεραν να τον περιορίσουν στο Μακρυχώρι. Σε κάποιο σημείο τον περικύκλωσαν και ο Νταλντάνης, με ψυχραιμία, έβγαλε το περίστροφο που είχε στη ζώνη, το στήριξε στον κρόταφό του και προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Όμως παραπάτησε και η σφαίρα χώθηκε στο τριχωτό της κεφαλής του, χωρίς να τον τραυματίσει θανάσιμα.
Οι χωροφύλακες τον συνέλαβαν, τον αφόπλισαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Όσο βρισκόταν εκεί, έδειχνε τρομαγμένος και φοβόταν για τη δική του ζωή. Σε δημοσιεύματα της εποχής, δήλωνε πως δεν φοβόταν μήπως οι οικογένειες των θυμάτων εκδικηθούν τα υπόλοιπα μέλη της δικής του οικογένειας και θεωρούσε τον εαυτό του στη φυλακή, ασφαλή.
Η αρχή της ιστορίας
Όλο αυτό το φονικό, αποτελεί μόνο ένα μέρος των εγκληματικών ενεργειών του Νταλντάνη. Η ιστορία ξεκίνησε στις 11 Σεπτεμβρίου 1958.
Ο Νταλντάνης είχε διαφορές με τον Έξαρχο Μερισιώτη και ήθελε να τον δολοφονήσει. Τον Φεβρουάριο του 1958 είχε παραπεμφθεί στο δικαστήριο της Λάρισας με την κατηγορία, ότι είχε πληρώσει τον Χαρ. Πούλιο να τον σκοτώσει. Πράγματι, του είχε δώσει όπλο και κρύφτηκαν στο σχολείο του χωριού, στήνοντας καρτέρι
Όταν τον εντόπισαν, ο Πούλιος πυροβόλησε.
Όμως αστόχησε και τραυμάτισε σοβαρά κάποιον που στεκόταν δίπλα στον Μερισιώτη.
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο Βόλου. Μέχρι να γίνει η εκδίκαση όμως, ο Νταλντάνης απειλούσε με πολλούς τρόπους τους μάρτυρες κατηγορίας.
‘Ετσι, τη μέρα της δίκης κατέθεσαν πράγματα που έκαναν τους ενόρκους να αμφιβάλλουν για την ενοχή του Πούλιου και του ίδιου. Οι δύο τους αθωώθηκαν, όμως ο εισαγγελέας κήρυξε την ετυμηγορία αυτή «πεπλανημένην» και ορίστηκε νέα δίκη τον Μάιο του 1960.
Ο Νταλντάνης άρχισε πάλι τις απειλές και τις πιέσεις στους μάρτυρες και ειδικότερα στον Θ. Καραμπέτσο. Μάλιστα τον απείλησε και με μαχαίρι κι ο Καραμπέτσος κατέθεσε μήνυση εις βάρος του. Ο Νταλντάνης εξαγόρασε την ποινή του και φτάνουμε στη μέρα του φονικού.
Οι συγχωριανοί του είχαν πλέον αποφασίσει να τον κλείσουν φυλακή και με προθυμία δέχθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες εναντίον του για την υπόθεση Καραμπέτσου.
Ωστόσο, αυτό αποδείχθηκε μοιραίο, καθώς ο Νταλντάνης είχε οπλιστεί και αποφασίσει να σπείρει τον θάνατο σε όποιον κατέθεσε εναντίον του.
Πολλές μηνύσεις εκκρεμούσαν εις βάρος του, ωστόσο δεν είχε φυλακιστεί ποτέ, επειδή κανένας δεν έφτανε μέχρι το δικαστήριο.
Συνήθως , πολλοί μάρτυρες τροποποιούσαν τις καταθέσεις από τον φόβο τους κι έτσι ο Νταλντάνης την γλίτωνε. Μαρτυρίες από συγχωριανούς του, λένε πως και με τις γυναίκες ήταν βίαιος.
Η γυναίκα που είχε τότε, έδειχνε μάλλον ικανοποιημένη από την σύλληψη του άντρα της και ας είχε δύο παιδιά μαζί του. Άλλη μαρτυρία έλεγε πως όταν ο Νταλντάνης είχε μάθει πως κάποιος συγχωριανός του ήθελε να τον σκοτώσει, τον βρήκε και τον έδεσε σε δέντρο, μαχαιρώνοντας του τα πόδια.
Το πολλαπλό φονικό δεν ήταν μεμονωμένο.
Σε πολλά ορεινά χωριά οι πιο ατίθασοι έλυναν τις διαφορές τους με τα όπλα.Γι’ αυτό οι κάτοικοι, ζητούσαν την δημιουργία πολλών τοπικών χωροφυλακών για περιπολίες και επιβολή της τάξης.
Της Δέσποινας Τζάνη, τελειόφοιτη του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ.