Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι νέοι της Αμερικής οργάνωναν πορείες διαμαρτυρίες εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και προκαλούσαν το κοινωνικό κατεστημένο με δημόσια χρήση ναρκωτικών και διαφημίζοντας τον «ελεύθερο έρωτα». Το οξύμωρο είναι ότι την ίδια περίοδο, οι αμερικάνοι νέοι που πολεμούσαν στο Βιετνάμ παραβίαζαν συχνά στρατιωτική πειθαρχία και κανόνες και περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους με παρόμοιες ασχολίες.
Όπως φαίνεται σε βίντεο της εποχής, αγαπημένη ασχολία των στρατιωτών ήταν να καπνίζουν μαριχουάνα.
Έβρισκαν μάλιστα πρωτότυπους τρόπους να καπνίσουν, χρησιμοποιώντας τον πολεμικό εξοπλισμό τους.
Όπως φαίνεται στο βίντεο, ο Βίτο, ο αρχηγός της ομάδας, αδειάζει το τουφέκι του από σφαίρες και τις αντικαθιστά με ένα τσιγάρο μαριχουάνας, το οποίο στη συνέχεια «κερνάει» στους υπόλοιπους.
«Μαστουρώνεις για τα καλά και μετά ποιος νοιάζεται για τον πόλεμο…», ακούγεται να λέει χαρακτηριστικά ένας από τους στρατιώτες.
Υπολογίζεται πως οι στρατιώτες στο Βιετνάμ κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών από τους συμπατριώτες τους στις ΗΠΑ.
Το αλκοόλ συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα απαραίτητα έξοδα του στρατού, καθώς το χρησιμοποιούσαν για να επιβραβεύσουν τους στρατιώτες, να τους χαλαρώσουν και να τους βοηθήσουν να αποκτήσουν συντροφικότητα.
Όμως το αλκοόλ είχε πολλές άσχημες συνέπειες, από ανεξέλεγκτη συμπεριφορά και οργή, μέχρι προβλήματα υγείας.
Γι’ αυτό πολλοί αξιωματικοί έκαναν τα «στραβά μάτια» όταν έβλεπαν τους στρατιώτες να καπνίζουν μαριχουάνα, η οποία απαγορευόταν αυστηρά, αλλά δεν προκαλούσε παροδικές αλλαγές στη συμπεριφορά.
Το 1968, ύστερα από πολλές αντιδράσεις του αμερικάνικου στρατού, οι Βιετναμέζοι θέσπισαν αυστηρότερους νόμους για να εμποδίσουν τους Αμερικάνους να αγοράζουν μαριχουάνα.
Τότε οι στρατιώτες στράφηκαν προς την ηρωίνη, η οποία αρχικά χρησιμοποιήθηκε απ’ τους Αμερικάνους για να βοηθήσει στην απεξάρτηση όσων ήταν εθισμένοι στη μορφίνη.
Στο τέλος όμως, αποδείχτηκε πως η ηρωίνη ήταν πολύ πιο εθιστική και καταστροφική.
Μεγάλες ποσότητες της ουσίας έφταναν στο Βιετνάμ από το Λάος και την Ταϊλάνδη, όπου παρασκευαζόταν.
Ήταν τόσο ισχυρή που οι χρήστες δεν την έπαιρναν ενδοφλέβια, αλλά την κάπνιζαν ή τη «σνίφαραν».
Η τιμωρία για όποιον πιανόταν με ηρωίνη στην κατοχή του ήταν πολύ αυστηρή.
Δέκα χρόνια φυλάκισης και σταματούσε αυτόματα η καταβολή του μισθού τους.
«Θεωρώ ότι το αλκοόλ είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ τη μαριχουάνα. Αν μπορούσαν να τους κάνω να κόψουν τα βαριά, θα αγόραζα όλη τη μαριχουάνα και το χασίς στην περιοχή για δώρο», είχε πει ένας ταγματάρχης, αναφερόμενος στην ευρεία χρήση της ηρωίνης απ’ το στράτευμα.