Ξημερώματα 1ης προς 2ης Απριλίου 1891, στην εβραϊκή συνοικία της Κέρκυρας. Ένα κοριτσάκι βρίσκεται άγρια δολοφονημένο μέσα σ’ ένα σακί σε μία γωνιά της οδού Παλαιολόγου, ενώ στο πτώμα δεν βρίσκεται ίχνος σταγόνας αίματος. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για την οκτάχρονη Εβραιοπούλα Ρουμπίνα Σάρδα. Πρόκειται για την αφορμή της «έκρηξης» των περίφημων «Εβραϊκών του 1891», μία υπόθεση η οποία στιγμάτισε την Κέρκυρα της εποχής και αμαύρωσε την εικόνα της.
Η οκτάχρονη Ρουμπίνα το πρωί της 1ης Απριλίου βγήκε να παίξει στα σοκάκια της συνοικίας μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της και άλλα παιδάκια. Λέγεται ακόμα ότι η μητέρα της την έστειλε για ένα θέλημα στο γειτονικό παντοπωλείο και από εκείνη την ώρα η τύχη της αγνοούνταν. Από το μεσημέρι και μετά, τα ίχνη της μικρής χάθηκαν. Η οικογένεια Σάρδα έψαχνε το κοριτσάκι χωρίς αποτέλεσμα και τελικά, δήλωσε στην αστυνομία την εξαφάνισή της. Μαζί με τους γονείς και τους αστυνομικούς έψαχναν πολλοί Εβραίοι, αλλά και Χριστιανοί γείτονες. Η μικρή Ρουμπίνα ήταν άφαντη.
Όταν σκοτείνιασε, ο πατέρας της μαζί άλλους Εβραίους, πήγαν σε ένα καφενείο για να πιουν έναν καφέ και να συνεχίσουν αργότερα την έρευνα. Τότε ανακάλυψαν σε ένα καντούνι, μέσα σ’ ένα σακί το πτώμα της Ρουμπίνας κατακρεουργημένο και ανακατεμένο με χορτάρια. Ο πατέρας του κοριτσιού μαζί με τους υπόλοιπους Εβραίους πήρε το σακί με το πτώμα και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι, όταν τους αντιλήφθηκε ένας αστυνομικός κλητήρας που έτυχε να βρίσκεται λόγω της εξαφάνισης στη συνοικία.
Οι υποψίες του έπεσαν κατευθείαν στον πατέρα της Ρουμπίνας και στους άνδρες που ήταν μαζί του, καθώς μετέφεραν το σακί με το πτώμα της κοπελίτσας χωρίς να ενημερώσουν τις αρχές. Ο αστυνομικός κλητήρας ενημέρωσε τον προϊστάμενό του. Ο ανακριτής όμως πίστευε ότι δεν ήταν αυτοί οι δολοφόνοι και διέταξε να συνεχιστούν οι έρευνες για τη σύλληψη του δολοφόνου, ενώ ο εισαγγελέας θεώρησε υπεύθυνους τους Εβραίους.
Ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα της Ρουμπίνας διαπίστωσε ότι στο «εν τω σώματι δεν υπήρχε σταγών αίματος». Η πιθανότερη εκδοχή του εγκλήματος ήταν ότι οι δράστες αφού σκότωσαν το παιδί, το κρέμασαν ανάποδα χτυπώντας το μέχρι να χυθεί όλο της το αίμα. Η διαπίστωση αυτή διαδόθηκε σε ανύποπτο χρόνο στην πόλη της Κέρκυρας και, δυστυχώς, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για μία από τις μεγαλύτερες ταραχές που γνώρισε ποτέ το νησί.
Οι Εβραίοι πίστευαν ότι η μικρή έπεσε θύμα δολοφονίας από Χριστιανούς, ενώ οι Χριστιανοί με τη σειρά τους διέδωσαν ότι το κοριτσάκι ήταν Χριστιανή και πως οι Εβραίοι τη σκότωσαν για να συγκεντρώσουν το αίμα της με σκοπό να το χρησιμοποιήσουν στα άζυμα που κατασκεύαζαν για τη γιορτή του Πάσχα που πλησίαζε. Η κατάσταση ξέφυγε.
Οι Χριστιανοί λιθοβολούσαν και έκαιγαν τα σπίτια και τα καταστήματα της εβραϊκής συνοικίας, ενώ οι αστυνομικές αρχές αδυνατούσαν να επιβάλλουν την τάξη. Οι Εβραίοι δεν τολμούσαν να βγουν έξω από τα όρια της «Οβριακής» ενώ οι Κερκυραίοι άρχισαν να φανατίζονται με το γεγονός. Οι γονείς της Ρουμπίνας συνελήφθησαν ως ύποπτοι. Παράλληλα, φούντωναν οι φήμες ότι το κοριτσάκι ήταν Χριστιανή την οποία είχαν απαγάγει οι Εβραίοι όταν ήταν μωρό, αναφέροντας ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρία. Οι Εβραίοι προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι η Ρουμπίνα ήταν κόρη Εβραίων και συγκεκριμένα του ράφτη Βήτα Σάρδα, επιδεικνύοντας το επιχείρημα ότι οι γονείς είχαν αναφέρει την εξαφάνιση του κοριτσιού στην αστυνομία. Ωστόσο, θεωρήθηκε λογικό από ορισμένους ότι αν όντως οι δολοφόνοι ήταν Εβραίοι, δεν θα έριχναν το πτώμα σε μια γωνιά της εβραϊκής συνοικίας, όπως συνέβη, αλλά θα φρόντιζαν να το απομακρύνουν από την περιοχή ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή.
Όταν ήρθε η στιγμή να ταφεί το παιδί, ο ραββίνος έθαψε το πτώμα στο εβραϊκό κοιμητήριο σύμφωνα με τα εβραϊκά έθιμα. Την ημέρα της κηδείας οι Χριστιανοί λιθοβόλησαν τη Συνοικία, ενώ ο Τύπος προσπαθούσε να φανατίσει τον λαό με εμπρηστικά άρθρα. Οι Χριστιανοί συνέχιζαν να διαμαρτύρονται και να υποστηρίζουν ότι η Ρουμπίνα δεν ήταν Εβραία, πλάθοντας το παρακάτω στιχάκι για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο
δεν είναι αμαρτία
σε κοιμητήριο οβρέικο
να κείτεται η Μαρία;»
Οι αγριότητες συνεχίστηκαν ανεξέλεγκτα και οδήγησαν στη δολοφονία περίπου 25 Εβραίων. Οι Εβραίοι αποκλείστηκαν στη συνοικία τους όπου εκδηλώθηκε και λιμός. Η αστυνομία και ο στρατός αναγκάστηκαν να περικυκλώσουν και να αποκλείσουν την περιοχή της Εβραϊκής για να ηρεμήσει η κατάσταση και σταματήσει αυτή η φρενίτιδα. Ξένες στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο νησί προκειμένου να σταματήσουν οι βιαιοπραγίες.
Σιγά-σιγά αναμείχθηκαν στην υπόθεση και οι πολιτικοί. Πλησίαζαν άλλωστε οι εκλογές του Ιουλίου του 1891. Οι Τρικουπικοί στους οποίους ανήκαν, ο ποιητής Ιάκωβος Πολυλάς και ο πολιτικός Γεώργιος Θεοτόκης έριχναν τις ευθύνες στους Εβραίους, ενώ οι Δηλιγιαννικοί με τη σειρά τους κατηγορούσαν τους Τρικουπικούς για εκφοβισμό. Οι Τρικουπικοί κατηγορούσαν το αντίπαλο στρατόπεδο ότι προκειμένου να εξασφαλίσουν ψήφους Εβραίων στις επικείμενες εκλογές, κάλυπταν τους Εβραίους δολοφόνους και τους συνεργούς τους. Η κάθε παράταξη υποστήριζε τις δοξασίες της με ακραία επιχειρήματα οξύνοντας την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Οι ταραχές γενικεύτηκαν σε όλη την Επτάνησο. Την ίδια περίοδο σημειώθηκαν ανάλογα έκτροπα και στη Ζάκυνθο με πέντε νεκρούς. Παρά τα μικροπροβλήματα στις σχέσεις Χριστιανών και Εβραίων, μέχρι τότε δεν είχαν δημιουργηθεί σοβαρές εντάσεις σε κανένα νησί.
Ένα δημοσίευμα του Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο, Ιωάννη Γενναδίου, ο οποίος κατηγορούσε ανοιχτά τους Κερκυραίους για αντισημιτισμό και απαράδεκτη συμπεριφορά τέντωσε το σχοινί περισσότερο: «…Η εν Ελλάδι κατάστασις διεταράχθη σκληρώς υπό των Ιονίων ημών αδελφών, οίτινες ούτως ανέμνησεν ημάς, ότι η μεσαιωνική ενετική παράδοσις δεν απεσβέσθη εν Επτανήσω».
Οι βανδαλισμοί και οι ωμότητες συνεχίστηκαν. Έτσι συνέβη και το εξής παράδοξο. Το πιο σημαντικό θέμα, που ήταν αν βρεθεί ο δολοφόνος της μικρής και Ρουμπίνας Σάρδα, εγκαταλείφθηκε. Ο δολοφόνος δεν τιμωρήθηκε ποτέ αν και τελικά έγινε η αφορμή για να χαθούν πολλές ζωές.
Και οι δύο πλευρές αναλώθηκαν σε υπερβολές και αγριότητες. Η Κέρκυρα εξευτελίστηκε σε όλη την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν η φυγή περίπου 2.500 Εβραίων από το νησί, όπου έμειναν περίπου 2.000, οι οποίοι αφανίσθηκαν τελικά από τους Ναζί.
Μετά τις εκλογές η κατάσταση αμβλύνθηκε, καθώς πλέον δεν υπήρχαν επιτήδειοι για να πυροδοτούν νέες εντάσεις και αιματοχυσίες. Όπως φάνηκε η δολοφονία ήταν απλώς η αφορμή. Οι πολιτικές παρατάξεις, τα δημοσιεύματα του Τύπου και όλοι όσοι επιθυμούσαν να δηλητηριάσουν τις σχέσεις Εβραίων και Χριστιανών εκμεταλλεύτηκαν τον φόνο και το λαϊκό αίσθημα προκειμένου να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους.