Για χρόνια η νόσος Χάνσεν βασάνιζε ασθενείς και αποτελούσε ένα βαρύ στίγμα. Οι λεπροί περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία και ζούσαν εξόριστοι σε απομονωμένα νησιά και οικισμούς. Το πρώτο και μακροβιότερο ίδρυμα για τέτοιες περιπτώσεις ήταν το Λεπροκομείο ή αλλιώς Λωβοκομείο της Χίου.
Σήμερα το ίδρυμα έχει εγκαταλειφθεί και τα σημάδια της φθοράς του χρόνου αλλά και των βανδαλισμών είναι εμφανή.
Η ίδρυση του και η εποχή της Τουρκοκρατίας
Το Λωβοκομείο ιδρύθηκε από τους Γενουάτες το 1378 όταν η Χίος άνηκε στη Δημοκρατία της Γένοβας. Ήθελαν να σταματήσουν την εξάπλωση της νόσου που επηρέαζε τα οικονομικά τους συμφέροντα αφού η Χίος ήταν σημαντικό εμπορικό πέρασμα.
«Ένοχοι» για τα κρούσματα λέπρας θεωρήθηκαν οι προερχόμενοι από την Ασία. Πολλοί έλεγαν ότι ευθυνόταν η κατανάλωση παστών ψαριών κατά τη διάρκεια της νηστείας. Οι δεισιδαιμονίες της εποχής το απέδιδαν στην τιμωρία του Θεού προς τους αμαρτωλούς.
Το Λεπροκομείο λειτουργούσε αδιάλειπτα πολλά χρόνια μέχρι το ολοκαύτωμα της Χίου το 1822 από τους Τούρκους. Τότε 20 χιλιάδες Χιώτες σφαγιάστηκαν και 23 χιλιάδες οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.
Μεταξύ αυτών ήταν και οι ασθενείς του Λωβοκομείου, που ο ερήμωσε μέχρι το 1835. Λέγεται ότι γλύτωσαν μόνο πέντε λεπροί που είχαν κρυφτεί μέσα σε μια στοά.
Η «Καταστροφή» της Χίου και του Λεπροκομείου
Τα επόμενα χρόνια επαναλειτούργησε αλλά οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες για τους ασθενείς. Το 1881 έγινε ο πιο φονικός σεισμός στην Ελλάδα, ο «Χαλασμός» της Χίου όπως έγινε γνωστός. Τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι πέθαναν και επτά χιλιάδες τραυματίστηκαν. Είχε μέγεθος 6,5 ρίχτερ και το μεγαλύτερο μέρος του νησιού υπέστη σημαντικές ζημιές. Το λεπροκομείο δεν γλύτωσε από αυτή την τραγωδία και καταστράφηκε.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησαν εργασίες ανοικοδόμησης. Πολλά από τα έξοδα καλύφθηκαν από εύπορους Χιώτες του εξωτερικού. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μιλτιάδης Καλβοκορέσης που έστελνε κάθε χρόνο 100 αγγλικές λίρες για τη διατροφή των λεπρών. Το 1911 ξεκίνησε και πάλι τη λειτουργία του.
Οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από πριν. Τα νέα κτίρια ήταν αντισεισμικά με δίκτυα παροχής νερού και αποχέτευση. Υπήρχε συνεχώς ζεστό νερό για τους ασθενείς και τα κρεβάτια τους είχαν φτιαχτεί στο Λονδίνο από κοκοφοίνικα για να αναπνέει το δέρμα τους.
Υπήρχαν και δυο εκκλησίες. Η Παναγία της Αγίας Υπακοής που καταστράφηκε από το σεισμό και δεν ανακατασκευάστηκε και ο Άγιος Λάζαρος που ήταν ο προστάτης των λεπρών.
Εκείνη την εποχή, φιλοξένησε πάνω από 250 ασθενείς. Το Λεπροκομείο λειτούργησε μέχρι το 1959. Οι τελευταίοι οκτώ ασθενείς μεταφέρθηκαν στο ίδρυμα της Αγίας Βαρβάρας στην Αττική.
Παρόλο που από το 2011 θεωρείται διατηρητέο μνημείο, δεν έχουν γίνει τα ανάλογα έργα για τη συντήρησή του. Έχει αφεθεί στη μοίρα του, έρμαιο της φυσικής καταστροφής και του χρόνου.