Το 2002 κυκλοφόρησε η ταινία «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορτσέζε, η οποία είχε 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Σύμφωνα με την υπόθεση, ο Άμστερνταμ Βάλον επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για να εκδικηθεί τον «Μπιλ τον χασάπη», ο οποίος είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Διαδραματίζεται την εποχή του εμφυλίου, όταν στη Νέα Υόρκη υπήρχαν διαμάχες μεταξύ των μεταναστών και των «ντόπιων», δηλαδή όσων είχαν γεννηθεί στην Αμερική.
Ο Σκορτσέζε ήθελε να γυρίσει την ταινία από τη δεκαετία του ’70, όταν διάβασε το ομώνυμο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1928.
Το 1979 αγόρασε τα δικαιώματα και για τα υπόλοιπα 20 χρόνια προσπαθούσε να βρει τους παραγωγούς που θα χρηματοδοτούσαν την ταινία.
Τελικά, ο μεγαλοπαραγωγός Χάρβει Γουάινστάιν, που κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση, ανέλαβε την παραγωγή.
Για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σκεφτόταν τον Μελ Γκίμπσον ως Βάλον και τον Γουίλεμ Ντεφόε ως Μπιλ.
Αργότερα, ο Σκορτσέζε πρότεινε τον ρόλο του Μπιλ στον Τομ Χανκς, ο οποίος τον απέρριψε επειδή θα πρωταγωνιστούσε στην ταινία «Ο δρόμος της απώλειας».
Τελικά, ο Λεονάνρτο Ντι Κάπριο υποδύθηκε τον Άμστερντάμ Βάλον, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις τον Μπιλ Κάτινγκ και η Κάμερον Ντίαζ την Τζένι Έβερντιν.
Ήταν η πρώτη συνεργασία του Σκορτσέζε με τον Ντι Κάπριο, τον οποίο πρότεινε ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που είχε συνεργαστεί μαζί του στο παρελθόν.
Η πρώτη σκηνή ήταν εμπνευσμένη από μια φωτογραφία Ιρλανδών μεταναστών που τραβήχτηκε στον δρόμο Μέλμπερι το 1887 στη Νέα Υόρκη.
Ο Σκορτσέζε απευθύνθηκε σε ένα καθηγητή ιστορίας, προκειμένου να είναι σίγουρος ότι η υπόθεση ήταν βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.
Οι υπόλοιποι χαρακτήρες και τα ονόματα των συμμοριών προέρχονταν επίσης από πραγματικές συμμορίες, όπως οι Dead Rabbits, the Bowery Boys, και οι Forty Thieves, οι οποίες έδρασαν στη Νέα Υόρκη.
Συγκεκριμένα, ο χαρακτήρας του Μπιλ ήταν εμπνευσμένος από έναν πραγματικό αρχηγό συμμορίας, ο οποίος γεννήθηκε το 1821 και ονομαζόταν Μπιλ Πουλ, γνωστός ως ο«χασάπης».
Μάλιστα τα τελευταία λόγια του χαρακτήρα «Πεθαίνω αληθινός Αμερικανός» ήταν τα πραγματικά που είπε ο Πουλ πριν πεθάνει.
Οι ηθοποιοί έπρεπε να μιλάνε με ιδιαίτερη προφορά, καθώς υποτίθεται ότι ήταν μετανάστες. Για να μάθουν πως μιλούσαν εκείνη την εποχή, άκουσαν μια ηχογράφηση του 1892 , στην οποία ο Ουόλτ Γουίτμαν απήγγειλε ένα ποίημα.
Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις μελέτησε επίσης την αμερικανική προφορά της εποχής και άκουγε Έμινεμ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Επίσης, προσέλαβε δύο ταχυδαχτυλουργούς που δούλευαν σε τσίρκο για να του μάθουν να χειρίζεται τα μαχαίρια και εργάστηκε σε κρεοπωλείο δυο Αργεντινών για να μάθει να κόβει το κρέας.
Όταν πήρε τον ρόλο, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και συναντήθηκε στο Σέντραλ Παρκ με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, προκειμένου να συζητήσουν για τους χαρακτήρες τους.
Οι δυό τους είχαν καλή σχέση, ακόμη και όταν ο Ντι Κάπριο του έσπασε κατά λάθος τη μύτη σε μια σκηνή μάχης που είχαν μεταξύ τους. Ο Ντέι Λιούις δεν σταμάτησε το γύρισμα, παρόλο που πονούσε και επιβεβαίωσε τον λόγο που θεωρείται από τους κορυφαίους ηθοποιούς του Χόλιγουντ.
Απολαύστε την ερμηνεία του Ντάνιελ Ντέι Λιούις ως «Μπιλ»: