Ο Αρχάγγελος της Ρόδου είναι το μεγαλύτερο χωριό του νησιού με περισσότερους από 7.000 κατοίκους. Βρίσκεται στη νότια πλευρά του νησιού σε απόσταση 28χλμ. από την πόλη της Ρόδου. Κτίστηκε τα μεσαιωνικά χρόνια σε μακρινή απόσταση από την παραλιακή θέση για να προστατεύει τους κατοίκους από τις πειρατικές επιδρομές.
Χαρακτηριστικό των κατοίκων είναι η προσήλωσή τους στις παραδόσεις. Ακόμη και σήμερα που η περιοχή έχει αναπτυχθεί τουριστικά και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά θέρετρα της Ρόδου, οι κάτοικοι διατηρούν ζωντανά τα ήθη και έθιμα των προγόνων τους, χωρίς να επηρεάζονται από το μοντέρνο τρόπο ζωής.
Ο Αρχάγγελος είναι ένα συναρπαστικό χωριό. Έχει πολλές δικές του παραδόσεις και ξεχωριστή διάλεκτο, η οποία ξεχωρίζει από οπουδήποτε αλλού στο νησί!
Οι κάτοικοι του Αρχαγγέλου είναι επίσης διαφορετικοί σε πολλούς τρόπους από τους ανθρώπους που θα βρείτε σε άλλα μέρη του νησιού.
Κατάγονται από την Κύπρο και έχουν φέρει μαζί τους τα κυπριακά ήθη και έθιμα, την κυπριακή νοοτροπία, αλλά προπάντων τη κυπριακή διάλεκτο την οποία έχουν διατηρήσει δια μέσου των αιώνων και την χρησιμοποιούν μέχρι και σήμερα. Όχι μόνο αυτό αλλά μάλιστα μιλούν ατόφια το παφίτικο κυπριακό ιδίωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από τη τάση του να αφαιρεί φωνήεντα από τις λέξεις και τον τραχύ και βαρύ τρόπο ομιλίας.
Γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ πιθανό οι αρχικοί κάτοικοι του Αρχάγγελου να είναι μέτοικοι από την Πάφο αφού χρησιμοποιούν λέξεις και τρόπο ομιλίας που μόνο στην Πάφο ακούγονται.
Η διάλεκτος του Αρχαγγέλου ονομάζεται Αρχαγγελίτικα. Τα Αρχεγγελίτικα είναι ακριβώς όπως την κυπριακή διάλεκτο με το χαρακτηριστικό ιδίωμα της Πάφου μαζί με τοπικές λέξεις.
Είναι πολύ εύκολα ένας Κύπριος να συνομιλήσει με τους Αρχαγγελίτες.
Παρουσιάζουμε έναν κατάλογο με κυπριακές λέξεις που χρησιμοποιούνται και μέχρι σήμερα στον Αρχάγγελο.
Αρχαγγελίτικες κυπριακές λέξεις
αβανιά: συκοφαντία, κακολογία
αξαμώννω: μετρώ διαστάσεις
αρκάτζι: ρυάκι
αντζιά = οικιακά σκεύη
άγγρι το, αγκρίζω: δυσαρέσκεια, δυσαρεστώ
άγκωνας: αγκώνας του χεριού
αθέρα: λεπτό αιχμηρό ξυλαράκι
ατζία: μυτερή άκρη ξύλου αλλά και ψωμιού
αλλάβερσι: μακάρυ
αξανάστραφα: ανάποδα
άνηλιος: είδος σάυρας
άκκι πέττι: τέλος πάντων
βίλλα: αρσενικό μόριο, φαλλός
βολά: φορά
βαζάνι: μελιτζάνα
βούρα: τρέξε
βαβάτσινα: βατόμουρα
γαλουλίζω: περπατώ γέρνοντας μια δεξιά και μια αριστερα
γιαν: σαν
γιαρράς: πληγή
για λλόου μου: για μένα
δακκαμακιά: δαγκωματιά – μπουκιά
δαμάλι: νεογέννητο βόδι
δακκώ: δαγκώνω
δουκάνα/η: εργαλείο για τ’αλώνια, μεγάλο βαρύ ξυλο με πέτρες και σίδερα για να αλέθει τα στάχυα
εν τον κάμιω ζάφτι: δεν μπορώ να τον ελέγξω, δεν τον κουμαντάρω
έλα του νου σου: βάλε μυαλό
εμάλλιασεν η γλώσσα μου: επανέλαβα πολλές φορές το ίδιο πράγμα χωρίς αποτέλεσμα
ένα τσιγκρί (τσιμπί): πολύ λίγο
εποκότησε, εποφκάρτη: δεν τα κατάφερε, δεν τα πρόλαβε
ζέχνω: ζευγαρίζω,οργώνω
ζοντάκρα: τανάλιαίλλα τζιαι καλά, ίλλα μου: σώνει και καλά
καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καλαδέρκια: τα παιδιά που οι γονείς του ενός είναι νονοί του άλλου
καμός: καημός
καντούνι: γωνιά
κκέλης: φαλακρός
κορατζιάζω: διψώ υπερβολικά
κάχρι: μίσος
καρά(ο)λας: σαλιγκάρι
καρτσί: απέναντι
κάσκα: το κράνος
καταλυώ: τελειώνω
κόξα: μέση
κιλίκι: κατάντια
κερακκιά (τερατζιά): χαρουπιά
κλουθώ: ακολουθώ
κούννα: το κουκούτσι ενός καρπού
κωλοσύρνω: τραβώ
λακερντί: κουβέντα,συζήτηση
λαμπάζω: φοβάμαι, υποφέρω πολύ
λάς: ο λαός
λαψάνα: χόρτο (βρούβα)
λατσώνω τα ρούχα μου: γεμίζω με λάσπη τα ρούχα μου
μιλλέττι: σόι
μαρτί: αρνάκι εξημερωμένο που ακολουθεί αυτόν που το τρέφει
μητσίς: μικρός
μιάλος-η-ο: μεγάλος-η-ο
μίλλα: λίπος
μουλλώνω: σιωπώ
μούζη: καπνιά, μαυρίλα
μουσκοκαρκιά: γαρύφαλλο
μισίνα: πετονιά
ξανοίω: κοιτάζω με τρόπο τον άλλο για να βγάλει από το στόμα του κάτι που δεν θέλει να πει.
ξεροτηάνηση: τσιγαρισμένο κρεμμύδι σε μπόλικο λάδι
ξεροτήανο: τηγανίτα
ξεσκουλλώ: ξεσκεπάζω, σκίζω
ξυλιάζω – εξύλιασα: πάγωσα από το κρύο (έγινα ξύλο)
πατανία: κουβέρτα
ράστιν: κατά σύμπτωση
ρότσα: πέτρα
σαλαβατώ: μαστιγώνω, λέγω φράσεις που δεν γίνονται αντιληπτές
σανία: ειδική ξύλινη σανίδα για τοποθέτηση ψωμιών πριν το φούρνο
σινί: ταψί
σφοτζελλώ: μουντζώνω
τανώ: τεντώνω, απλώνω, τείνω χείρα βοήθειας
τατάς: νονός
ττέλι: το μεταλλικό σύρμα, καλώδιο
τρουλλώνω: παραγεμίζω
τσαττώ: συναντώ κάποιον απρόσμενα. π.χ. ετσάτισσα πάνω του
φακούρα η: μεγάλο πανί με το οποίο περιτυλίγουν τα σπάργανα
φακκώ: κτυπώ, τρακάρω
χαβούζα: μεγάλη δεξαμενή
χαζίρικα: αγαθά μη δουλεμένα, χωρίς μόχθο
χωραήτης: απο τη χωρα δηλ την πόλη δηλ απο την Ρόδο ή Λευκωσία
χαμνός: χαλαρός, νερουλός
χάττιν: Αν έχεις χάττιν κάμε το. Μόνο με σουλτανικό διάταγμα μπορείς να το κάνεις
χαττάς: δυστύχημα από απροσεξία
χάσκω: χαζεύω
χασκιάζω: κάμνω το άλλο να μείνει με ανοικτό το στόμα σαν αποκοιμισμένος
χρουσόμηλο: βερύκοκο
χτιτζιό: η φθήση. Χτιτζιάζω από τη ζήλα μου. Χτιτζιάρης: φθησικός
ψατζί: φαρμάκι, δηλητήριο