Τη δεκαετία του 1940, οι κάτοικοι της Καστοριάς ανακάλυψαν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου της Μαυριώτισσας ένα μεγάλο τουριστικό θησαυρό, το λεγόμενο «σπήλαιο του Δράκου», του οποίου η ύπαρξη, μέχρι τότε, ήταν άγνωστη. Πήρε το όνομα του από την είσοδο που βρίσκεται δίπλα στη λίμνη, επειδή έχει τη μορφή ανοιχτού στόματος δράκου, που είναι έτοιμος να κατασπαράξει όποιον βρεθεί στο κατώφλι του.
Ο μύθος με το χρυσωρυχείο
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πριν από πολλούς αιώνες, όταν βασιλιάς ήταν ο Κάστορας, αδερφός του Πολυδεύκη, η σπηλιά ήταν χρυσωρυχείο.
Μέρα-νύχτα, την φυλούσε ένας θεόρατος δράκος, που όταν ανέπνεε, έβγαζε δηλητηριώδεις ατμούς και φλόγες.
Η παρουσία του φοβερού αυτού πλάσματος εμπόδιζε την προσέγγιση και την είσοδο στο σπήλαιο, το οποίο έκρυβε αμύθητους θησαυρούς.
Ο βασιλιάς υποσχέθηκε να προσφέρει μεγάλα δώρα και τιμές σε εκείνον που θα βρει τον τρόπο και το θάρρος να μπει στη σπηλιά και θα καταφέρει να εξοντώσει το δράκο.
Τότε, παρουσιάστηκε ένας ρωμαλέος νεαρός άνδρας και δέχτηκε την πρόκληση. Χωρίς φόβο, εισήλθε στο εσωτερικό της σπηλιάς και πάλεψε σκληρά με το τέρας. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Οι γύρω βράχοι έτρεμαν και τα νερά της λίμνης ταράζονταν. Κάποια στιγμή, ο άνδρας κατάφερε να χτυπήσει το δράκο με το κοντάρι του. Το πλάσμα έπεσε νεκρό στην επιφάνεια της λίμνης.
Οι κάτοικοι της Καστοριάς πανηγύριζαν τη νίκη και ευχαριστούσαν τους θεούς, που είχαν εισακούσει στις προσευχές τους.
Κατόπιν, μαζί με το βασιλιά τους προχώρησαν στο εσωτερικό του σπηλαίου και θαύμαζαν την ομορφιά του, έχοντας αναμμένους δαυλούς. Από ένα σημείο κι έπειτα όμως, χαμήλωσαν τα κεφάλια τους, για να μην χτυπήσουν πάνω στους σταλακτίτες που κρέμονταν από τη οροφή.
Όσο προχωρούσαν, η ατμόσφαιρα γινόταν ολοένα και πιο αποπνικτική, λόγω της έλλειψης οξυγόνου.
Όταν η σήραγγα που ακολουθούσαν στένεψε, οι δαυλοί έσβησαν και επικράτησε απόλυτο σκοτάδι.
Τότε ακούστηκε μια απόκοσμη φωνή να λέει: «Εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει, θα το μετανιώσει. Αλλά και εκείνος που δεν θα πάρει, πάλι θα το μετανιώσει».
Οι πιο θαρραλέοι έσκυψαν, πήραν λάσπη και την έβαλαν στις τσέπες και τους κόρφους τους. Οι υπόλοιποι φοβήθηκαν. Δείλιασαν και δεν τόλμησαν να πάρουν απολύτως τίποτα.
Όταν βγήκαν έξω και αντίκρισαν το φως του ηλίου, εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη, διαπίστωσαν πως επρόκειτο για υγρή χρυσόσκονη.
Η αρκούδα του σπηλαίου
Μέχρι και τα νεότερα χρόνια, το σπήλαιο δεν είχε ανακαλυφθεί, ούτε εξερευνηθεί λόγω της δύσβατης περιοχής και των πιθανών προσχώσεων.
Ωστόσο, τη δεκαετία του 1940, το εντόπισαν ερασιτέχνες εξερευνητές. Εντυπωσιάστηκαν από το φαντασμαγορικό σκηνικό και αποφάσισαν να το αξιοποιήσουν.
Το 1963, σε έρευνά της η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία δεν βρήκε απομεινάρια ανθρώπινης παρουσίας, αλλά οστά της «άρκτου των σπηλαίων», της λεγόμενης Ursus Spelaeus.
Τα ζώα αυτά ήταν γιγαντόσωμα και θεωρούνται συγγενείς της καφέ αρκούδας, που έζησε στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης πριν 100.000 χρόνια. Το βάρος της μπορούσε να φτάσει τον μισό τόνο, ενώ το ύψος τα 3 μέτρα σε όρθια στάση.
Ο διάκοσμος του σπηλαίου
Το σπήλαιο στο εσωτερικό του είναι εντυπωσιακό. Περιέχει 10 αίθουσες, 5 σήραγγες και 7 υπόγειες λίμνες, που επικοινωνούν μεταξύ τους. Εκείνο ωστόσο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι σταλαγμίτες και οι σταλακτίτες που έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον που κόβει την ανάσα.
Σήμερα, το σπήλαιο είναι ανοιχτό για το κοινό. Έχουν ληφθεί μέτρα για την ασφάλεια του, ενώ οι παρεμβάσεις στο χώρο έχουν γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αλλοιωθεί η φυσική του κατάσταση.
Οι επισκέπτες μπορούν να περιηγηθούν σε διαδρομή 300 μέτρων και να θαυμάσουν την απαράμιλλη ομορφιά της.
Ο μύθος του «σπηλαίου του Δράκου» βασίζεται στην περιγραφή του λαογράφου Δ. Γιαννούση.