Από τον 19ο αιώνα την αποκαλούν «Θερμοπύλες της Μακεδονίας». Για πρώτη φορά το τοπωνύμιο «Καβάλα» αναφέρθηκε το 1470 στο ημερολόγιο του βενετού λοχαγού Angiolello, που ήταν αιχμάλωτος στην περιοχή. Τότε, δεν αναφερόταν στην πόλη αλλά στην πλαγιά του βουνού όπου βρισκόταν κρατούμενος.
Η Καβάλα ήταν γνωστή για την καπνεργασία και την πλούσια βιομηχανική της δραστηριότητα. Εκεί ιδρύθηκε η πρώτη χριστιανική εκκλησία επί ρωμαϊκού εδάφους. Είναι διάσημη για τα μεγαλοπρεπή έργα Βυζαντινών και Τούρκων, όπως το Κάστρο και οι Καμάρες. Η πόλη ήταν η πρώτη στην οποία αποβιβάστηκε ο Απόστολος Παύλος, το 49 μ.Χ για να πάει στους Φιλίππους. Στο σημείο όπου βγήκε υπάρχει σήμερα ο ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, στον περίβολο του οποίου οι κάτοικοι έκτισαν λαμπρό μνημείο, έργο του ζωγράφου Βλασίου Τσοτσώνη και του ψηφιδογράφου Pino Pastorutti για να τιμήσουν το γεγονός.
Το αρχαιότερο όνομα της πόλης ήταν Νεάπολη. Είχε μορφή νησιού και ήταν χτισμένη στον οχυρό βράχο της χερσονήσου Παναγία.
Εκεί περιορίστηκε ο πληθυσμός της Καβάλας για περίπου 2,5 χιλιάδες χρόνια. Ένωνε Ανατολή και Δύση. Από τη Νεάπολη ξεκινούσε ο δρόμος που οδηγούσε στους Φιλίππους και στο Παγγαίο με τα κοιτάσματα χρυσού και κατέληγαν οι θαλάσσιοι δρόμοι από τη Ν. Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και τη Μ. Ασία.
Το 926 χτίστηκαν τα τείχη από τον Βασίλειο Κλάδωνα, στρατηγό του θέματος Στρυμόνος. Το τείχος ενισχύθηκε καθοριστικά από τους Βυζαντινούς το 1307, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος. Η οικοδόμηση του μακρού τείχους από τη θάλασσα μέχρι την κορυφή έγινε τότε για να αντιμετωπιστεί η Καταλανική Εταιρεία που ήδη είχε κάνει μια απόπειρα να καταλάβει την πόλη. Ήταν η εποχή που οι Βυζαντινοί την είχαν μετονομάσει σε Χριστούπολη.
Όπως όλες οι βυζαντινές οχυρώσεις, έτσι και το φρούριο της Καβάλας αποτελούνταν από τον εξωτερικό περίβολο και την ακρόπολη, το έσχατο σημείο άμυνας της πόλης.
Το 1387 η πόλη έγινε φόρου υποτελής στους Οθωμανούς που πλέον είχαν επικρατήσει στα Βαλκάνια. Η εξέλιξη αυτή δεν έσωσε την πόλη που το 1391 κατελήφθη μετά από πολιορκία από τους Τούρκους και καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Τότε η Χριστούπολη έπαψε να υπάρχει. Η πόλη ξαναζωντάνεψε ενάμιση αιώνα μετά, οπότε είχε πλέον το όνομα «Καβάλα».
Η Καβάλα είναι γενέτειρα του Μεχμέτ Αλί, αντιβασιλέα της Αιγύπτου, ο οποίος όταν ήταν παιδί υιοθετήθηκε από τον οθωμανό φρούραρχο της πόλης και όταν μεγάλωσε στάλθηκε στην Αίγυπτο επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης κατά των Γάλλων. Εκεί διακρίθηκε και αφού προσεταιρίστηκε τους Μαμελούκους, αναδείχθηκε με πραξικόπημα, διοικητής της Αιγύπτου.
Μετά την καταστροφή της πόλης οι Οθωμανοί έχτισαν ξανά το κάστρο το 1425, σχεδόν εκ θεμελίων.
Το έργο πλέον δεν συνδέεται με τις αμυντικές ανάγκες, αλλά εξυπηρετούσε τον έλεγχο στο πέρασμα της Εγνατίας Οδού, που ήταν η πιο σημαντική δίοδος προς τη Θράκη και την τότε πρωτεύουσά τους, Ανδριανούπολη. Οι οθωμανικές πηγές αγνοούν την κατασκευή του 1425 και αποδίδουν το έργο στον σουλτάνο Σελίμ ή Σουλεϊμάν. Γύρω στα 1520-1530 έγινε μια νέα, μεγάλης έκτασης και επιμελέστερη παρέμβαση στον εσωτερικό περίβολο της ακρόπολης.
Ο Ιμπραήμ πασάς, βεζύρης και κουνιάδος του σουλτάνου Σουλεϊμάν, ίδρυσε το Ιμαρέτ, το οποίο έγινε καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξή της. Οθωμανικές οικογένειες κατοίκησαν τη χερσόνησο, ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά λόγω και του εποικιστικού προγράμματος των Οθωμανών, κτίστηκαν τζαμιά, τεκέδες, χαμάμ και ο πληθυσμός εξισλαμίστηκε.
Επιβιώνει αναστηλωμένο από την οικογένεια των καπνεμπόρων Μισιριάν – και ειδικότερα την Άννα Μισιριάν η οποία το 2001, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, επινοικίασε το μνημείο από την αιγυπτιακή κυβέρνηση στην οποία ανήκει.
Σήμερα, στην πόλη λειτουργεί μια από τις μεγαλύτερες ιχθυόσκαλες της Μεσογείου, απ΄ όπου διακινούνται εμπορεύματα τόσο στις εσωτερικές όσο και στις διεθνείς αγορές.
Το Φρούριο Καβάλας είναι ένα από τα ελάχιστα Φρούρια, αλλά και μνημεία εν γένει, στην Ελλάδα που τα διαχειρίζεται Δημοτική Επιχείρηση, η ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ.
Πηγή: Ιστορία της Καβάλας – Πηγή φωτογραφιών άρθρου: Καβάλα χθες και σήμερα