Το «σπήλαιο του Waitomo» βρίσκεται στη βόρεια Νέα Ζηλανδία. Είναι το μόνο σημείο σε ολόκληρο τον πλανήτη, όπου ζει ένα συγκεκριμένο είδος πυγολαμπίδας, το «Αrachnocampa Luminosa», που έχει το μέγεθος κουνουπιού και κάνει το σπήλαιο να λαμπυρίζει.
Το «Waitomo» αποτελεί κομμάτι ενός μεγαλύτερου γεωλογικού συμπλέγματος ασβεστόλιθων σπάνιας ομορφιάς.
Πως ανακαλύφθηκε το σπήλαιο
Η ονομασία «Waitomo» προέρχεται από τη λέξη «wai», που σημαίνει νερό και τη λέξη «tomo», που σημαίνει τρύπα, στη διάλεκτο του πληθυσμού Μαορί της Νέας Ζηλανδίας.
Οι Μαορί γνώριζαν την ύπαρξη του σπηλαίου πολύ καιρό πριν το ανακαλύψει ο Άγγλος τοπογράφος Φρεντ Μέις το 1887.
Ο Μέις ξεκίνησε την εξερεύνηση του μαζί με τον αρχηγό των Μαορί, Τάιν Τινοράου. Όταν μπήκαν μέσα στην σπηλιά, το μόνο που αντίκρισαν ήταν βαθύ σκοτάδι. Άναψαν κεριά και ξεκίνησαν την πορεία προς το εσωτερικό της.
Καθώς οι δύο άνδρες περπατούσαν, παρατήρησαν μια πηγή φωτός στο βάθος που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν. Πλησίασαν στο σημείο και έμειναν άναυδοι. Η οροφή ακτινοβολούσε. Έμοιαζε με έναστρο ουρανό.
Όσο προχωρούσαν στα αναχώματα του σπηλαίου, τόσο ο ενθουσιασμός τους μεγάλωνε. Εκτός από τα λαμπυρίσματα, είχαν ανακαλύψει και ασβεστόλιθους σε πολλές μορφές και μεγέθη.
Ο Τινοράου επέστρεψε πολλές φορές στο σπήλαιο με τη σύζυγό του, Χουτί. Το ζευγάρι εντόπισε ένα τμήμα σε ανώτερο επίπεδο και μια ακόμη είσοδο. Το σπήλαιο άνοιξε για το κοινό το 1889. Ο Τινοράου ξεναγούσε τους επισκέπτες στο εσωτερικό του έναντι μικρού αντιτίμου.
Το 1906, τη διαχείριση του σπηλαίου ανέλαβε η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας, καθώς είχαν διαπιστωθεί βανδαλισμοί και καταστροφές στο εσωτερικό του σπηλαίου.
Το 1910, χτίστηκε και ξενοδοχείο, ώστε να φιλοξενούνται οι επισκέπτες.
Η περιοχή Γουαϊτόμο καθώς και το σπήλαιο, επιστράφηκε στους απογόνους του Τινοράου και της Χουτί, το 1989. Σήμερα λαμβάνουν ποσοστό από τα έσοδα, ενώ είναι μέλη της διοίκησης και της ανάπτυξης του του γεωλογικού συμπλέγματος.
Γεωλογία
Η γεωλογική και ηφαιστειογενής δραστηριότητα στην περιοχή ευθύνεται για τη δημιουργία των ασβεστόλιθων του σπηλαίου.
Διαμορφώθηκε, ενώ βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας πριν 30 εκατομμύρια χρόνια. Οι ασβεστόλιθοι συγκροτήθηκαν από απολιθωμένα κοράλλια, κοχύλια, σκελετούς ψαριών και μικροοργανισμούς, που με το πέρας των αιώνων, συμπιέστηκαν μεταξύ τους και έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα.
Όταν το νερό άρχισε να υποχωρεί και το σπήλαιο αναδύθηκε σιγά -σιγά στην επιφάνεια, εκτέθηκε στον ατμοσφαιρικό αέρα. Τότε δημιουργήθηκαν οι σταλαγμίτες, οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος και οι σταλακτίτες που κρέμονται από την οροφή.
Βιολογία
Το σπήλαιο φημίζεται για τις πυγολαμπίδες «Arachnocampa Luminosa», που ακτινοβολούν και προσφέρουν ένα θέαμα απαράμιλλης ομορφιάς. Επιστημονικές ομάδες παρακολουθούν στενά τα μικροσκοπικά αυτά «θαύματα», όπως αποκαλούνται.
Τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στον αέρα, τη θερμοκρασία και την υγρασία του σπηλαίου ελέγχονται σε καθημερινή βάση. Τα δεδομένα που προκύπτουν αναλύονται και με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η ισορροπία και η βιωσιμότητα των εντόμων.
Στο σπήλαιο όμως ζουν κι άλλοι οργανισμοί εκτός από τις πυγολαμπίδες. Πολλές και μικρές υπόγειες λίμνες γλυκού νερού που ενυπάρχουν στο εσωτερικό του, αποτελούν καταφύγιο για χέλια και ενυδρίδες.
Τα τείχη είναι καλυμμένα με μύκητες που μοιάζουν με μανιτάρια, ενώ συχνά εντοπίζονται και άλλων ειδών έντομα, όπως μυρμήγκια αλμπίνο και γρύλλοι.
Ξενάγηση
Το κοινό μπορεί να επισκεφτεί τρία διαφορετικά επίπεδα του σπηλαίου, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με τους ασβεστόλιθους.
Η περιήγηση ξεκινά από το τις λεγόμενες «Κατακόμβες». Προχωρά στο «Επίσημο Δώμα» και καταλήγει στο «Καθεδρικό Δώμα» και την προβλήτα. Εκεί η ξενάγηση ολοκληρώνεται με βαρκάδα, στο επίπεδο ‘’της ακτινοβολίας’’. Το πλοιάριο μεταφέρει τους επισκέπτες στον ποταμό «Waitomo», όπου το μόνο φως προέρχεται από τις πυγολαμπίδες, οι οποίες δημιουργούν έναν ουρανό από «ζωντανά αστέρια».