«Δεν φτάνει μόνο να σκοτώνουμε τους εχθρούς μας. Δεν είμαστε φονιάδες, αλλά εκδικητές. Πρέπει να ενεργούμε δημόσια για παραδειγματισμό. Θανατώνουμε έναν, τρομοκρατούμε εκατό χιλιάδες»
Ο νεαρός περίμενε στωικά τον «φιλασούφ» να τελειώσει την απαγγελία των τετράστιχων ποιημάτων του, των ρουμπαγιάτ, και στη συνέχεια τον πλησίασε με σεβασμό:
«Είμαι ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, ταπεινός δούλος της σκιάς που ρίχνει η μεγαλοπρέπειά σου», χαιρέτισε τον Καγιάμ με ευγενικό τρόπο.
Ήταν η αρχή μιας ισχυρότατης φιλίας που κράτησε χρόνια, ανάμεσα σε έναν φιλόσοφο και σε έναν «υποψήφιο δολοφόνο». Σουνίτης ο ένας, σιίτης ο άλλος, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να πορευτούν από κοινού για πολλά χρόνια.
«Ομάρ, δεν αντέχω άλλο. Θα φύγω. Το σπαθί πρέπει να πολεμηθεί με σπαθί. Θέλω να με ακολουθήσεις» είπε ο Χασάν ύστερα από 15 χρόνια, στον καλό του φίλο, αφού είχαν πιει τα δροσερά σαράμπ τους, τα σερμπέτια τους δηλαδή, και είχαν φάει αρνί με πιλάφι και αρωματικά. «Εκεί που θα πάω, δεν θα σου λείψει τίποτε. Θα φτιάξω μια τεράστια βιβλιοθήκη μόνο για σένα. Μόνο για τη γνώση».
Ο Ομάρ σκοτείνιασε, γνώριζε ότι η φιλία τους είχε φτάσει στο τέλος: «Δεν μπορώ να σε ακολουθήσω. Για μένα κάθε τι που σκοτώνει παύει να έχει γοητεία. Ασχημαίνει στα μάτια μου. Ξεπέφτει και γίνεται πρόστυχο. Δεν πολεμώ με το σπαθί, μα με το μυαλό μου. Αν σε ακολουθήσω, θα ξέρεις πως πάντα θα είμαι θλιμμένος και δεν θα επικροτώ αυτά που έχεις στο μυαλό σου να κάνεις. Θα είσαι και εσύ θλιμμένος που ο καλός σου φίλος θα διαφωνεί με τις μεθόδους σου. Το μόνο που μπορώ να σου δώσω να με θυμάσαι, για να βάλεις στη βιβλιοθήκη σου, είναι η συλλογή με τα ρουμπαγιάτ μου. Πάρ’ τη και φύλαξε τη εκεί που πας».
Οι δυο φίλοι χώρισαν με δάκρυα στα μάτια. Ο Καγιάμ παρέμεινε στην Περσία και ξεκίνησε να οικοδομεί ένα απίστευτο για την εποχή του αστεροσκοπείο προκειμένου να παρακολουθεί την κίνηση των πλανητών. Ο Σαμπάχ έφυγε προς την Κασπία Θάλασσα.
Το απόρθητο κάστρο που έγινε η έδρα των Ασσασίνων
Τι ανέφερε ο Μάρκο Πόλο
Ο Μάρκο Πόλο εσφαλμένα, στο βιβλίο του «Il Milione» που εξιστορούσε τις περιπέτειές του κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του στην Ασία, απέδωσε τη λέξη «ασσασίνος» στο χασίς. Θεωρούσε πως μόνο άνθρωποι ποτισμένοι με χασίς, ή άλλο παραισθησιογόνο της εποχής, θα μπορούσαν να δολοφονήσουν κάποιον μπροστά στα μάτια άλλων και στη συνέχεια, χαμογελώντας, να παραμείνουν στον τόπο του εγκλήματος δίχως να προσπαθήσουν να φύγουν, προκειμένου να τους εκτελέσουν και εκείνους. «Ήταν οι Χασσασιγιούν, οι χασισοπότες δολοφόνοι» αναφέρει.
Τα ελάχιστα κείμενα που διασώθηκαν από τη βιβλιοθήκη του Αλαμούτ βεβαιώνουν ότι ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ συνήθιζε να αποκαλεί τους οπαδούς του «Ασσασιγιούν», δηλαδή «πιστούς στο Ασσάς», το θεμέλιο της ισλαμικής πίστης.
Ο «Γέρος του Βουνού» αποκεφαλίζει τα παιδιά του για παραδειγματισμό
Πίσω από την αίθουσά του, είχε δημιουργήσει μια εκπληκτική βιβλιοθήκη με ανεκτίμητα επιστημονικά χειρόγραφα, την οποία κατέστρεψαν οι Μογγόλοι, όταν κατέλαβαν το Αλαμούτ, πολλά χρόνια αργότερα.
Ο μεγάλος Δάσκαλος των Δολοφόνων αποκεφάλισε, μάλιστα, τον πρωτότοκο γιο του, αμέσως, χωρίς δίκη, ύστερα από καταγγελία κάποιου για ένα έγκλημα που έγινε στα τείχη. Λίγες ημέρες αργότερα ο πραγματικός ένοχος ομολόγησε. Αποκεφαλίστηκε και εκείνος. Ο Χασάν αποκεφάλισε επίσης και το άλλο αρσενικό παιδί του, επειδή το έπιασε μεθυσμένο.
Η ζωή των Ασσασίνων και η ιεραρχία
Ήταν όλοι τους άριστοι γνώστες στον χειρισμό των όπλων, αλλά και των δηλητηρίων που μπορούσαν να βγουν από φυτά. Στόχος τους ήταν να εκπαιδεύσουν τους μαθητευόμενους.
Η εκγύμναση των «Φινταί» ήταν το δυσκολότερο έργο των «Νταί»
Ιερουσαλήμ, 1192 μ.Χ.
Η τεράστια πομπή του μόλις είχε περάσει τον ναό της Ανάστασης και διέγραφε έναν κύκλο στους δρόμους της πόλης για να φτάσει στον ναό του Αλ Άκσα.
Το πλήθος είχε βγει στους δρόμους και κοίταζε τον νέο χριστιανό βασιλιά που καθόταν στο πανύψηλο λευκό του άτι, ντυμένος με τη βαριά, στο χρώμα του χρυσού, πανοπλία του. Λάβαρα κυμάτιζαν σε κάθε πύργο των τειχών και σαλπιγκτές έδιναν τον ρυθμό.
Ο Ισμαήλ χαμήλωσε το βλέμμα του σε ένδειξη σεβασμού. Η πομπή προχωρούσε και έφτασε κάτω από τον καυτό ήλιο στην είσοδο του Αλ Άκσα.
Ο Κορράδος αφίππευσε και η προσωπική του φρουρά σχημάτισε έναν κύκλο από σπαθιά και ασπίδες γύρω του, καθώς έμπαινε στον ιερό χώρο των μουσουλμάνων. Ο Ισμαήλ τον πλησίασε για να του πει κάτι, αφού είχε το ελεύθερο.
«Άρχοντά μου, θα μπορούσα να σε σκοτώσω οποιαδήποτε στιγμή. Ήθελα όμως να δουν όλοι τον θάνατο ενός σκυλιού» είπε ο Ισμαήλ στον γεμάτο αίματα Κορράδο που πάσχιζε να φράξει με τα χέρια του τις τρύπες στον λαιμό του.
Το αίμα σχημάτιζε πίδακες σε κάθε χτύπο της καρδιάς του που σε λίγο θα σταματούσε. Τα μάτια του γεμάτα έκπληξη είχαν ανοίξει αφύσικα και κοίταζαν τον δολοφόνο του.