Αν και δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά για τη ζωή του, ωστόσο η έκθεση του Άγγλου στρατιωτικού γιατρού Φίλιπ Πάρκερ ήταν λεπτομερέστατη. Ο Ανδρέας Παναγιώτου, είχε βασανιστεί μέχρι θανάτου στις 19 Νοεμβρίου 1958.
Στο κάτω μέρος της κοιλιάς του υπήρχαν δυο κιτρινωπές περιφέρειες που έδειχναν σημεία αποσύνθεσης. Το πρόσωπο και ο λαιμός του ήταν μελανιασμένα και συμφορημένα. Κακώσεις υπήρχαν και στα γόνατα, στους αγκώνες, στα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών, στους μηρούς, στο στόμα και στα χείλη. Στο μεσεντέριο και στο περιτόνιο υπήρχε μεγάλη αιμορραγία και η κοιλιά και το παχύ έντερο ήταν γεμάτα αίμα. Το λεπτό έντερο ήταν τρυπημένο και ο αριστερός νεφρός κτυπημένος. Οι αριστερές πλευρές από την τέταρτη ως τη δωδέκατη ήταν σπασμένες και στο αριστερό ημιθωράκιο υπήρχε αίμα. Στο κεφάλι υπήρχαν μώλωπες και το κρανιακό οστούν ήταν λεπτότερο του κανονικού. Μέσα στον εγκέφαλο υπήρχε πηχτό αίμα.
Αυτή ήταν η έκθεση του Βρετανού γιατρού.
Οι στρατιώτες τον είχαν συλλάβει κατόπιν προδοσίας στις 8 Νοεμβρίου. Πιστεύοντας πως μπορούσαν να του αποσπάσουν οποιαδήποτε πληροφορία για τον Γρίβα, τον βασάνισαν μέχρι θανάτου.
Ο Ανδρέας Παναγιώτου πέθανε από ενδοκρανιακή αιμορραγία και ανεπάρκεια της καρδιάς και της αναπνοής, λόγω πηκτού αίματος στην καρδιά και στους πνεύμονες.
Ο εργάτης από το Πολύστυπο Λευκωσίας, γεννήθηκε το 1928. Είχε μυηθεί στον αγώνα από νωρίς. Μαζί με τη σύζυγό του Κυριακή, λειτουργούσαν ως διανομείς, τροφοδοτώντας τις αντάρτικες ομάδες των τομέων, Πιτσιλιάς, Κύκκου, Λευκωσίας και Λεμεσού. Οι δύο νέοι, είχαν παραχωρήσει το σπίτι τους στον αγώνα, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως Αρχηγείο της περιοχής.
Στο σπίτι τους, ζούσε ο Τομεάρχης της περιοχής και όποιος αντάρτης ζητούσε καταφύγιο.