Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Γκιώνη «Ένας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά»
«Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση», δήλωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του Μάνου Λοΐζου. «Για μένα προσωπικά ήταν πιο πολύ από αδελφός, φίλος, συνάδελφος. Ήταν η περηφάνια μου. Γιατί μπόρεσε με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι, να πάει μια πήχη πιο πέρα τον ορίζοντα, συμπλήρωσε ο μεγάλος συνθέτης εκφράζοντας μάλλον το σύνολο των Ελλήνων που βρήκαν παρηγοριά και καταφύγιο στη μουσική του».
Ήταν Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου 1982, όταν ο Μάνος «επέστρεφε» οριστικά στην Αθήνα από τη Μόσχα, με αεροπλάνο της Αεροφλότ.
Είχε πάει πριν από ενάμιση μήνα για να βρει την υγειά του κι επέστρεφε άψυχος, με συντροφιά τον φίλο του Φώντα Λάδη, που βρισκόταν την ίδια περίοδο στη Μόσχα για σπουδές.
Κανένας δεν πίστευε, όταν έφευγε, ότι δεν θα γύριζε ζωντανός. Γι’ αυτό και ταξίδεψε μόνος, γεμάτος ελπίδες ότι θα νικήσει και θα ζήσει.
Δεν τα κατάφερε και την Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου, έφυγε στα 45 του. Μακριά από τον τόπο του και τους δικούς του έπειτα από ένα δεύτερο θανατηφόρο εγκεφαλικό.
Θρήνος βουβός, κόκκινα τριαντάφυλλα και γαρίφαλα, από συγγενείς και φίλους που τον περίμεναν στο αεροδρόμιο.
Κι έπειτα η νεκροφόρα και η πομπή των αυτοκινήτων ως τους νεκροθαλάμους του Α’ νεκροταφείου.
Εκεί το πρώτο προσκύνημα, που συνεχίστηκε την επομένη στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου.
Για να ακολουθήσει το ίδιο απόγευμα η κηδεία με τις τιμές που του άξιζαν.
Από την πολιτεία, τους συναδέλφους και τα πλήθη που συνέρρευσαν να τον κατευοδώσουν με τον θρήνο, τα χειροκροτήματα και τα τραγούδια του.
«Όλα σε θυμίζουν»
«Ο δρόμος σου είχε τη δική του ιστορία. Μια ιστορία σύντομη, μοναδική και μεγάλη. Γραμμένη χαρισματικά, με ήθος δημιουργού και φλέβα προικισμένη. Και δεν ήσουν ακόμα Μάνο μας ούτε 45 χρονών», είπε αποχαιρετώντας τον η υπουργός Πολιτισμού και φίλη του Μελίνα Μερκούρη, εκφράζοντας σπαρακτικά το γενικό αίσθημα για τον πρόωρο χαμό του.
Και η Χαρούλα Αλεξίου, πρόεδρος της Ένωσης Τραγουδιστών Ελλάδας:
«Να πας στο καλό Μάνο και σ’ ευχαριστούμε. Σε ευχαριστούμε γιατί ήσουν ο πρώτος που μας πήρε από το χέρι και μας έμαθε να αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας. Σ’ ευχαριστούμε γιατί μας άφησες τα τραγούδια σου».
Ο Μάνος έφυγε στους ώμους ομοτέχνων του, με την καθολική αναγνώριση και αγάπη, με τα τραγούδια που δεν πρόλαβε να γράψει, αφήνοντας ωστόσο κληρονομιά μερικές από τις πιο όμορφες μελωδίες που έχουν γραφτεί σε αυτόν τον τόπο.
Κι ακόμα, με την άφθαρτη εικόνα του – στοιχεία ανεκτίμητα σε εποχές κατάρρευσης, εκπτώσεων, διαβρώσεων και διαψεύσεων.
Τον θυμάμαι στο τελευταίο γλέντι της ζωής του, τρεις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο με το πρώτο εγκεφαλικό, που ήταν και η αρχή του τέλους. Ήταν στο σπίτι της Χαρούλας Αλεξίου και του τότε συζύγου της Αχιλλέα Θεοφίλου, εν μέσω φίλων αγαπημένων.
Είχε κάποιες στεναχώριες με την προσωπική του ζωή (δεν πήγαιναν καλά οι σχέσεις με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση), αλλά σύντομα καθώς κυλούσε η βραδιά, βρήκε την καλή του διάθεση- με τη συνδρομή της Αλεξίου, που έκανε ολόκληρη παράσταση για να τον διασκεδάσει.
Και κάποια στιγμή πήρε την κιθάρα κι άρχισε να τραγουδάει, όπως ξέρουν πολλοί συνθέτες να λένε τα τραγούδια τους («οι ερμηνευτές τα λένε ωραία, οι δημιουργοί τα λένε σωστά» είχε πει ο Γιάννης Ρίτσος) και κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν η τελευταία φορά που τον ακούγαμε να τραγουδάει.
Κι έπειτα με το εγκεφαλικό στο νοσοκομείο, όπου ένα πρωινό τον βρήκα μόνο.
«Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βάλω στο άλλο κρεβάτι για να αλλάξω τα σεντόνια;» λέει μια νοσοκόμα.
Και κάνω έτσι και τον σηκώνω στην αγκαλιά μου σαν πούπουλο, τόσο είχε αδυνατίσει.
Αλλά δεν είχε χάσει το χαμόγελό του. «Θα περάσει που θα πάει».
Και καθώς δεν ξεχνούσε ότι ήταν πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – Στιχουργών Ελλάδας:
«Γράψε κάτι για το σινάφι μας που δεν έχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τόσα λεφτά βγάζουν από μας».
Δεν ήμουν μόνο ο δημοσιογράφος που τον θαύμαζε και τον περιποιόταν. Ήμουν και φίλος μια και έλαχε να τον γνωρίσω και να κάνουμε παρέα πριν αναδειχθεί ως συνθέτης.
Το βράδυ της ταφής του, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Άσπα είχαν μια καλή ιδέα να παραθέσουν ένα δείπνο στο σπίτι τους μια «μακαριά» για λίγους φίλους (την κόρη του Μάνου Μυρσίνη με τη μητέρα της Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο Νταλάρα με την Άννα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη κ.α)
Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Νίκος Καρούζος εκφράζοντας την πικρία αλλά και την αγανάκτηση για τη «βιασύνη» του Λοίζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής. Όπου λέει μόλις πεθάνει κάποιος, τον κρεμάνε σε ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε.
Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Γκιώνη: «Ένας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΚΥΡΑ