Στις 29 Ιανουαρίου του 1845 δημοσιεύτηκε το διάσημο ποίημα «Το Κοράκι», του αυτοκαταστροφικού Αμερικανού συγγραφέα και ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Τα χρόνια που στιγμάτισαν τον Πόε
Ο Πόε γεννήθηκε το 1809 στη Βοστώνη. Ενώ ήταν πολύ μικρός, έχασε και τους δύο γονείς του και μετακόμισε στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, στο σπίτι της οικογένειας του Σκωτσέζου εμπόρου καπνού, Τζον Άλαν.
Ο Άλαν από την αρχή ήταν πολύ βίαιος απέναντι στον νεαρό Πόε, αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα, όταν ο νεαρός άρχισε να παραμελεί τα μαθήματά του και να ξοδεύει τον χρόνο του χαρτοπαίζοντας.
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο Πόε έφυγε από το σπίτι και κατέφυγε στον αμερικανικό στρατό.
Το 1830 κατατάχθηκε στη στρατιωτική ακαδημία «West Point», από την οποία όμως γρήγορα αποπέμφθηκε, καθώς προκάλεσε σκόπιμα σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον Τζον Άλαν. Προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, άρχισε να γράφει πεζά κείμενα και να παίρνει μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αργότερα, μετακόμισε στο σπίτι της θείας του Μαρία Ελίζα Κλεμ και της ξαδέρφης του, Βιρτζίνια Ελίζα Κλεμ, την οποία και παντρεύτηκε, όταν εκείνη ήταν μόλις 13 ετών. Στο πιστοποιητικό έγραψαν ότι είναι 21.
Ο Πόε συνέχισε το γράψιμο, ενώ άρχισε να εργάζεται σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1842 όμως, η γυναίκα του παρουσίασε τα πρώτα συμπτώματα φυματίωσης και ο Πόε, αδυνατώντας να το αντιμετωπίσει, ξεκίνησε το ποτό, μια αδυναμία που κράτησε όλη του τη ζωή και τον οδήγησε στον θάνατο.
Ωστόσο, μολονότι βρισκόταν σε μία συνεχή κατάσταση μέθης, ο λογοτέχνης Πόε αποκτούσε όλο και περισσότερη αναγνώριση, με αποκορύφωμα το «σκοτεινό» ποίημα «Το Κοράκι», το οποίο εκδόθηκε το 1845, κάνοντας τον ποιητή διάσημο μέσα σε μία μέρα.
Ο θάνατος της συζύγου του, τον οδήγησε στην καταστροφή
Μετά τον θάνατο της Βιρτζίνια, οι αυτοκαταστροφικές του τάσεις εντάθηκαν. Αρραβωνιάστηκε τη Σάρα Έλεν Γουίτμαν, αλλά ο γάμος τους ακυρώθηκε όταν ο ποιητής εντοπίστηκε να πίνει, αν και είχε υποσχεθεί πως θα το κόψει.
Όταν επέστρεψε στο Ρίτσμοντ ξαναβρήκε τον παιδικό του έρωτα, τη Σάρα Ελμίρα Ρόιστερ, την οποία αρραβωνιάστηκε, αλλά ο γάμος δεν έγινε.
Λίγες μέρες πριν, αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη, περνώντας από τη Βαλτιμόρη και τη Φιλαδέλφεια. Όταν όμως έφτασε στον πρώτο σταθμό του ταξιδιού, τη Βαλτιμόρη, ήταν ήδη πολύ μεθυσμένος.
Εξαφανίστηκε και βρέθηκε πέντε μέρες αργότερα να κείτεται στο κατώφλι μιας ταβέρνας. Μεταφέρθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε λίγες μέρες μετά, ύστερα από παρατεταμένο παραλήρημα. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Κύριε, βοήθησε τη φτωχή ψυχή μου» (Lord help my poor soul).
Δεν υπάρχει κάποιο επίσημο πιστοποιητικό θανάτου, αλλά σύμφωνα με έρευνες, ο θάνατός του ήταν απόρροια του αλκοολισμού. Πολλοί ήταν εκείνοι που μίλησαν για σύφιλη, δηλητηρίαση ή λύσσα, αλλά η πρώτη εκδοχή φαίνεται να είναι η πιο πιθανή.
Η «κατάρα» του Κορακιού και ο γιος του Μπρους Λι
Το σκοτεινό ύφος του ποιήματος του Πόε, ακολούθησε και η ταινία “The Crow” του 1994, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο γιος του Μπρους Λι, Μπράντον Λι.
Μια ταινία σε κλασικό «goth» σκηνικό.
Ωστόσο, ελάχιστοι γνωρίζουν πως η κατάρα του «κορακιού» έμελλε να χτυπήσει και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, ο οποίος έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Ο Μπράντον Λι υποδυόταν τον Έρικ Ντρέιβεν, ο οποίος, σύμφωνα με το σενάριο, όταν επέστρεψε σπίτι του βρήκε κακοποιούς να ξυλοκοπούν και να βιάζουν την αγαπημένη του.
Στη συνέχεια, ένας από τους κακοποιούς, ο ηθοποιός Μάικλ Μάσι, έπρεπε να τον πυροβολήσει.
Ένα λάθος, όμως, του υπευθύνου των εφέ, προκάλεσε τον τραγικό θάνατο του 28χρονου τότε, Brandon. Το όπλο που θα γυριζόταν η σκηνή ήταν γεμάτο, καθώς είχε μείνει ένας κάλυκας στη θαλάμη.
Το κοράκι εμφανίστηκε αναπάντεχα.
Ο ταλαντούχος Μπράντον πέθανε στις 31 Μαρτίου του 1993.
Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of someone gently rapping, rapping at my chamber door.
“’Tis some visitor”, I muttered, “tapping at my chamber door –
Only this, and nothing more.”
μετάφραση Κώστα Ουράνη:
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα «οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο».Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα»
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».