Στις 3 Ιουλίου του 1971 πέθανε ο ποιητής της ροκ που άφησε πίσω του μία ασύγκριτη υστεροφημία. Το όνομά του ήταν Τζιμ Μόρισον.
Βρισκόταν στο Παρίσι από τον Μάρτιο μαζί με τη φίλη του, Πάμελα Κούρσον. Είχε πάει στη Γαλλία για να απομακρυνθεί απ’ τα φώτα της δημοσιότητας και το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί για αυτόν στις Η.Π.Α, όπου τον κατηγορούσαν για προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Ο Μόρισον ένιωθε την ανάγκη να ανασυνταχθεί και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την ποίηση την οποία είχε παραμελήσει και ήθελε να αφοσιωθεί.
Έτσι επέλεξε να ζήσει στην πόλη των τεχνών και των γραμμάτων.
Κάθε μέρα περπατούσε ατελείωτες ώρες στους δρόμους του Παρισιού και επισκεπτόταν τα στέκια όπου σύχναζαν προσωπικότητες των τεχνών και της διανόησης.
Θαύμαζε τον Όσκαρ Γουάιλντ που είχε πεθάνει στο Παρίσι και η σωρός του βρισκόταν στο ίδιο νεκροταφείο που επρόκειτο να ταφεί και ο ίδιος.
Η έμπνευση όμως που τόσο επιθυμούσε δεν ερχόταν. Η αλλαγή του τόπου διαμονής δεν τον βοήθησε όσο περίμενε.
Η απογοήτευση τον αποδιοργάνωσε και συνέχισε να πίνει μέχρι τελικής πτώσεως. Η καθημερινή του κατανάλωση μπορεί να έφτανε και τα δύο μπουκάλια ουίσκι.
Αγαπούσε ιδιαίτερα το αλκοόλ και την κοκαΐνη, αλλά αντιμετώπιζε την ηρωΐνη με μεγάλη επιφύλαξη.
Μάλιστα συγκρούονταν συχνά με τη φίλη του, Πάμελα Κούρσον, επειδή αυτή έκανε συχνά χρήση ηρωίνης.
Έτσι περνούσε τις μέρες του ο Μόρισον στο Παρίσι και η 2α Ιουλίου, δεν διέφερε σημαντικά.
Τον επισκέφτηκε ο φίλος του απ’ το πανεπιστήμιο, Αλέν Ρενέ και πήγαν για έναν ακόμη περίπατο στην πόλη.
Ο Ρενέ παρατήρησε ότι ο Μόρισον φαινόταν ανήσυχος και χλωμός, ενώ τον έπιαναν συχνά κρίσεις λόξιγκα.
Σταμάτησαν σε ένα εστιατόριο για φαγητό, αλλά ο τραγουδιστής δεν αισθανόταν καλά.
Είχαν υπάρξει και κάποιες περιπτώσεις τους τελευταίους μήνες όπου ο Μόρισον έκανε κάποιες αιμοπτύσεις. Φαίνεται ότι οι καταχρήσεις είχαν προκαλέσει σοβαρές βλάβες στον οργανισμό του.
Λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, ο φίλος του αποχώρησε και ο Μόρισον έμεινε μόνος του. Δεν του άρεσε η μοναξιά, αν και βρισκόταν στο Παρίσι όπου ταξίδεψε ώστε να απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο.
Συναντήθηκε με την Πάμελα και συνέχισαν τη βόλτα τους, πριν να επιστρέψουν στο διαμέρισμά τους.
Ήταν η τελευταία νύχτα που θα περνούσαν μαζί.
Εκείνο το βράδυ, ο Μόρισον και η Πάμελα δοκίμασαν ηρωίνη, ενώ παρακολουθούσαν ερασιτεχνικά βίντεο από παλιότερες διακοπές τους.
Έκαναν τακτικά διαλείμματα για περισσότερα ναρκωτικά, μέχρι που αποκοιμήθηκαν.
Η Πάμελα ξύπνησε τη νύχτα από το βήχα του Μόρισον. Βρισκόταν στη μπανιέρα και έφτυνε αίμα.
Όταν πέρασε η κρίση, η Πάμελα τον ρώτησε αν ήθελε να καλέσουν γιατρό, αλλά ο τραγουδιστής ένιωθε καλύτερα και της είπε να συνεχίσει τον ύπνο της. Η Πάμελα τον άφησε, χωρίς να ξέρει ότι αυτές ήταν οι τελευταίες του στιγμές.
Όταν ξύπνησε, στις 6 το πρωί της 3η Ιουλίου του 1971, ο Τζιμ Μόρισον ήταν νεκρός στη μπανιέρα.
Ήταν μόλις 27 χρόνων. Ετάφη με ταχύτατες διαδικασίες στο νεκροταφείο «Pere Lachaise» του Παρισίου.
Πάνω στον τάφο υπάρχει η ελληνική επιγραφή: «Κατά τον δαίμονα εαυτού».
Είναι οι κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουν έναν άνθρωπο που στη σύντομη ζωή του έκανε μόνο ότι του υπαγόρευε η συνείδησή του.
Ακολουθούσε τις δικές του αρχές και δεν έπραττε με βάση τις επιταγές της κοινωνίας.
Επειδή τάφηκε γρήγορα χωρίς να τον προλάβουν οι συγγενείς και οι φίλοι, με κλειστό φέρετρο, πολλοί υποστήριζαν ότι ήταν ένα τρικ.
Ένας τρόπος για να εξαφανίσει το παρελθόν του και να κάνει μια νέα αρχή.
Δεν αποδείχθηκε ποτέ τίποτα, ούτε καν υπήρξαν σχετικές ενδείξεις που να ανατρέπουν την επίσημη εκδοχή του τέλους του. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η μουσική των Doors και οι στίχοι του δεν πέθαναν ποτέ…
This is the end, my only friend, the end
It hurts to set you free
But you’ll never follow me
The end of laughter and soft lies
The end of nights we tried to die
This is the end