Το 1884, ο 28χρονος Σίγκμουντ Φρόυντ έψαχνε απεγνωσμένα τρόπο να διαπρέψει στην Iατρική. Ήθελε να παντρευτεί την αγαπημένη του Μάρθα, αλλά η πλούσια οικογένειά της δεν θα τον δεχόταν χωρίς σταθερή δουλειά και εισόδημα. Για να αποκτήσει, όμως, όνομα και κύρος ως γιατρός έπρεπε να ανακαλύψει κάτι εξαιρετικό.
Για ένα διάστημα ασχολήθηκε με τα γεννητικά όργανα των χελιών, ψάχνοντας τρόπο αναγνώρισης του φύλου τους. Δεν τα κατάφερε και απογοητευμένος εγκατέλειψε την έρευνά του.
Ώσπου το 1884, έφτασε στα χέρια του μία σπάνια ουσία. Tο όνομα αυτής, «κοκαΐνη».
Μετά την πρώτη δοκιμή κατέγραψε την εμπειρία του: «Λίγα λεπτά αφού παίρνεις κοκαΐνη, νιώθεις ξαφνική ανάταση και αίσθημα ελαφρότητας. Αισθάνεσαι τριχωτά τα χείλη σου και μία ζεστασιά απλώνεται στο σώμα σου. Αν πιεις κρύο νερό, το νιώθεις ζεστό στα χείλη και κρύο στο λαιμό».
Έγραψε και στην αρραβωνιαστικιά του, Μάρθα για το «μαγικό φάρμακο», εκθειάζοντας τις δυνατότητές του:
«Θα σε φιλήσω μέχρι να κοκκινίσεις και θα σε ταΐσω μέχρι να παχύνεις. Κι αν είσαι κακό κορίτσι, θα σου δείξω ποιος είναι πιο δυνατός, ένα μικρό κορίτσι που δεν τρώει το φαΐ του ή ένας ψηλός, δυνατός άντρας με κοκαΐνη στο σώμα του. Στην τελευταία κρίση κατάθλιψης που έπαθα, πήρα πάλι κοκαΐνη και ακόμα και η μικρή δόση ανύψωσε την ψυχολογία μου με υπέροχο τρόπο. Τώρα συγκεντρώνω πληροφορίες για να γράψω έναν ύμνο για αυτή τη μαγική ουσία».
Το 1884 δημοσιεύτηκε η μελέτη του, με τίτλο «Uber Coca», που έδωσε πολύ σημαντική ώθηση στην καριέρα του γιατρού.
Όμως, ο Φρόυντ δεν πρόλαβε να «ανακαλύψει» πρώτος την χρησιμότητα της κοκαΐνης στην Iατρική.
Είχε μιλήσει για την ουσία στον φίλο του και οφθαλμίατρο, Καρλ Κόλερ, ο οποίος άρχισε να χρησιμοποιεί κοκαΐνη σε εγχειρήσεις για να μουδιάζει τους οφθαλμούς των ασθενών και να μην νιώθουν πόνο.
Οι μελέτες του Κόλερ αναγνωρίστηκαν παγκοσμίως ως πρωτοποριακές και η ιατρική κοινότητα αδιαφόρησε για τον Φρόυντ.
Η αναγνώριση του Φρόυντ ήρθε αργότερα, το 1896, όταν χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη «ψυχανάλυση» στο βιβλίο του: «Η Αιτιολογία της Υστερίας».
Μέχρι τότε, ο Φρόυντ έκανε τακτική χρήση κοκαΐνης, γεγονός που έχει σχολιαστεί από πολλούς ερευνητές, οι οποίοι αμφισβητούν την αξία της δουλειάς ενός «ναρκομανούς». Όμως, η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Φρόυντ απεξαρτήθηκε απ’ την κοκαΐνη το 1896, μετά τον θάνατο του πατέρα του, γεγονός που τον είχε επηρεάσει ψυχολογικά.
Ο σύμβουλος «έρωτα»
Τη δεκαετία του ’20, η φήμη του Φρόυντ είχε εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Η φύση της δουλειάς του ήταν τόσο πρωτοποριακή και μυστηριώδης, που προκαλούσε το ενδιαφέρον ακόμα και ατόμων που δεν ασχολούνταν με την ιατρική. Δεν πέρασε απαρατήρητος ούτε από το Χόλιγουντ.
Ο παραγωγός Σάμιουελ Γκόλντγουιν του είχε προτείνει να γίνει «σύμβουλος έρωτα στην πιο ρομαντική ταινία όλων των εποχών».
Ο Γκόλντγουιν του έδινε 100.000 δολάρια για να βοηθήσει στη συγγραφή σεναρίου που θα παρουσίαζε την πιο ρεαλιστική και έντονη ιστορία αγάπης.
Ο Φρόυντ απέρριψε την πρόταση, όπως είχε κάνει και τον προηγούμενο χρόνο, όταν του πρότειναν να ψυχαναλύσει τους διάσημους εγκληματίες Νέιθαν Λίοπολντ και Ρίτσαρντ Λεμπ, έναντι 25.000 δολαρίων.
«Στον Μεσαίωνα θα έκαιγαν εμένα. Τώρα καίνε μόνο τα βιβλία μου»
Το 1933, όταν ο ναζισμός εξαπλώθηκε στη Γερμανία, ο εβραίος Σίγκμουντ Φρόυντ δεν θορυβήθηκε. Τα βιβλία του κάηκαν σε δημόσια πυρά, αλλά εκείνος το αντιμετώπισε με χιούμορ και ειρωνεία. Είπε: «Μα τι εξέλιξη είναι αυτή! Στον Μεσαίωνα θα έκαιγαν εμένα. Τώρα καίνε μόνο τα βιβλία μου».
Παρέμεινε στην Αυστρία, απ’ όπου καταγόταν, έως και το 1938, όταν η χώρα προσαρτήθηκε στη Γερμανία και εντάθηκαν τα επεισόδια αντι-σημιτισμού.
Ακόμα και τότε βέβαια, οι φίλοι του δυσκολεύτηκαν να τον πείσουν να εγκαταλείψει την πατρίδα του.
Ορισμένα μέλη της οικογένειάς του έφυγαν για το Λονδίνο τον Μάιο του 1938, αλλά ο Φρόυντ έμεινε πίσω. Η κυβέρνηση είχε παγώσει τους τραπεζικούς του λογαριασμούς και χρειάστηκε να απευθυνθεί στη φίλη και συνεργάτιδά του, πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, που είχε τα χρήματα και τις διασυνδέσεις για να τον βοηθήσει.
Αποχώρησε από τη Βιέννη στις 4 Ιουνίου του 1938 με το Όριεντ Εξπρές και δύο μέρες αργότερα έφτασε στο Λονδίνο, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Δυστυχώς, δεν γλίτωσαν όλοι του οι συγγενείς. Τέσσερις απ’ τις αδελφές του έμειναν στην Αυστρία και πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο θάνατος
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν μανιακός καπνιστής. Άρχισε το κάπνισμα στα 20 και δεν σταμάτησε ποτέ.
Όταν ήταν νέος και φτωχός κάπνιζε μόνο τσιγάρα, αλλά καθώς τα οικονομικά του βελτιώνονταν, τα γούστα του έγιναν πιο εκλεπτυσμένα.
Έφτασε στο σημείο να καπνίζει περισσότερα από 20 πούρα καθημερινά.
Το 1923 εντοπίστηκε όγκος στο στόμα του και αφαίρεσαν τμήμα της γνάθου του.
Μέσα στα επόμενα 16 χρόνια, εγχειρίστηκε άλλες 33 φορές, χωρίς να παρουσιάσει σημαντική βελτίωση.
Το καλοκαίρι του 1939, σε ηλικία 83 ετών, δεν είχε πια όρεξη ούτε καν να προσπαθήσει να θεραπευθεί.
Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Φρόυντ πήρε τη μεγάλη απόφαση.
Υπενθύμισε στον γιατρό του την υπόσχεση που του είχε δώσει να μην τον αφήσει να βασανίζεται άσκοπα.
Ο γιατρός του, Μαξ Σουρ, συμφώνησε και έπεισε την κόρη του Φρόυντ, Άννα, να δώσει ένα τέλος στον πόνο του πατέρα της.
Η Άννα ήταν αυτή που χορήγησε τη θανατηφόρα δόση μορφίνης στον πατέρα της.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1856 και πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939.
Οι στάχτες του τοποθετήθηκαν σε αρχαιοελληνικό αγγείο, που του είχε δωρίσει η Μαρία Βοναπάρτη.
Όταν πέθανε η σύζυγός του, Μάρθα, το 1951 ζήτησε να μπουν και οι δικές τις στάχτες στο αγγείο.
Το 2014, άγνωστοι αποπειράθηκαν να κλέψουν τις στάχτες των Φρόυντ και προκάλεσαν ζημιές στο πανάρχαιο αγγείο.