Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1998, το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό παρακολούθησε ζωντανά μια συγκλονιστική υπόθεση ομηρίας που είχε τραγικό τέλος.
Ο καταζητούμενος Ρουμάνος εγκληματίας, Σορίν Ματέι, εισέβαλε στο διαμέρισμα της οικογένειας Γκινάκη, που βρισκόταν στην οδό Νιόβης 4 στα Κάτω Πατήσια και έπιασε ομήρους τα τέσσερα άτομα που βρίσκονταν στο σπίτι.
Λίγα λεπτά αργότερα τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ, του οποίου διευθυντής ειδήσεων ήταν τότε ο Σταμάτης Μαλέλης και ζήτησε να βγει άμεσα στον αέρα.
Ο κεντρικός παρουσιαστής ειδήσεων του καναλιού, Νίκος Ευαγγελάτος έκανε τη «συνέντευξη» μαζί του.
Έτσι ξεκίνησε μια τηλεοπτική συνομιλία που παρακολουθούσε σε πραγματικό χρόνο όλη η χώρα με κομμένη την ανάσα, αλλά δεν είχε αίσιο τέλος.
Τα γεγονότα πριν από τη νύχτα της ομηρίας
Ο Σορίν Ματέι 15 ημέρες πριν από την εισβολή του στο διαμέρισμα της οδού Νιόβης, είχε καταφέρει να ξεφύγει για 6η φορά από την αστυνομία κρατώντας όμηρο έναν από τους αστυνομικούς, τον Θανάση Κρυσταλογιάννη.
Οι αρχές είχαν καταφέρει να εντοπίσουν τον Ματέι στη Χαλκίδα, αλλά δεν κατάφεραν να τον συλλάβουν.
Ο καταδικασμένος για κλοπές, ληστείες και άλλα εγκλήματα, κακοποιός, έβαλε τον όμηρο σε ένα Ι.Χ και με την απειλή μιας χειροβομβίδας, ξεκίνησε την πορεία του προς την Αθήνα.
Μετά από αρκετή ώρα και ενώ το Ι.Χ είχε φτάσει στον Πειραιά, ο Ρουμάνος το εγκατέλειψε, αφήνοντας ελεύθερο τον αστυνομικό, ενώ ο ίδιος διέφυγε με ένα ταξί.
Ο Σορίν Ματέι έπρεπε να συλληφθεί και για την «τιμή της αστυνομίας».
Λίγες ημέρες πριν από τη δραματική νύχτα, οι αστυνομικοί είχαν εντοπίσει τον καταζητούμενο σε ένα υπόγειο διαμέρισμα της οδού Νιόβης 4, όπου διέμενε μια φίλη του.
Τόσο η κοπέλα, όσο και ο Ματέι, ήταν τοξικομανείς και έκαναν χρήση ναρκωτικών μέσα στο διαμέρισμα.
Οι αρχές δεν προχώρησαν αμέσως σε έφοδο, αλλά περίμεναν την «κατάλληλη» στιγμή.
Η αστυνομία αποφάσισε τελικά να εισβάλει στο υπόγειο, το απόγευμα της 23ης Σεπτεμβρίου.
Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Γιώργος Ρωμαίος, που βρισκόταν στο εξωτερικό, ενημερώθηκε τηλεφωνικά για την επικείμενη έφοδο, ενώ ο εισαγγελέας Σακκάς, έδωσε εντολή να μην πυροβολήσει κανείς.
Η έφοδος της αστυνομίας και η ομηρία
Λίγο πριν από τις 7 το απόγευμα οι άντρες των ειδικών δυνάμεων εισέβαλαν στο υπόγειο διαμέρισμα της φίλης του Ματέι.
Ο Ρουμάνος είχε μόλις κάνει χρήση ηρωίνης και βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι.
Οι αστυνομικοί πέταξαν μια κροτίδα κρότου- λάμψης και τον χτύπησαν
στο κεφάλι με τη λαβή ενός όπλου.
Παρά το χτύπημα και την επήρεια της ηρωίνης, ο Ματέι κατάφερε να κλειδωθεί στην τουαλέτα και να διαφύγει από το φωταγωγό.
Πριν φύγει, πρόλαβε να αρπάξει τη χειροβομβίδα που είχε ακουμπισμένη στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι.
Ανέβηκε προς τα πάνω και εισέβαλε στο διαμέρισμα της οικογένειας Γκινάκη, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο.
Μέσα στο σπίτι εκείνη την ώρα, βρίσκονταν η μητέρα Σουλτάνα Γκινάκη, ο 24χρονος γιος της Βαγγέλης, η κόρη της Αμαλία και ο αρραβωνιαστικός της, Αποστόλης Μακρινός.
Η εισβολή του κακοποιού αιφνιδίασε την οικογένεια, ωστόσο η Σουλτάνα Γκινάκη κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία της και έκανε ότι της ζητούσε ο Ματέι.
Ο Ρουμάνος κρατούσε τη χειροβομβίδα στο χέρι, αλλά είχε ενημερώσει τους ομήρους ότι δεν είχε σκοπό να τους κάνει κακό.
Η 58χρονη γυναίκα φρόντισε το τραύμα του κακοποιού, ο οποίος στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας κορδόνια παπουτσιών, έδεσε τους καρπούς της Αμαλίας. Τον έναν καρπό με τον αρραβωνιαστικό της και τον άλλον με το δικό του χέρι.
Η κοπέλα βρέθηκε δεμένη μεταξύ του κακοποιού και του αγαπημένου της, που επρόκειτο να παντρευτεί μετά από 6 μήνες.
Όμως δεν πρόλαβε…
Το τηλεφώνημα στον ΣΚΑΙ και η ζωντανή μετάδοση της συνομιλίας
Ο Ματέι, μόλις αιχμαλώτισε την κοπέλα και τον αρραβωνιαστικό της, τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό ΣΚΑΙ και αφού συνδέθηκε με τον διευθυντή ειδήσεων Σταμάτη Μαλέλη, απαίτησε να βγει στο αέρα.
Μέσα σε δευτερόλεπτα ο διευθυντής αποφάσισε να κάνει πράξη το αίτημα του κακοποιού.
Ο Νίκος Ευαγγελάτος πήρε τη θέση του στο στούντιο και άρχισε να συνομιλεί τηλεφωνικά με τον κακοποιό.
Ο Σταμάτης Μαλέλης σε συνέντευξη του μετά από το περιστατικό ανέφερε πως λειτούργησε το δημοσιογραφικό του ένστικτο και πήρε την απόφαση να μεταδώσει ζωντανά την ομηρία.
Για μια ώρα ο Ματέι συνομιλούσε με τον Νίκο Ευαγγελάτο, ενώ το πανελλήνιο παρακολουθούσε ζωντανά τις εξελίξεις.
Ωστόσο, εκείνη την πρώτη ώρα, ούτε η αστυνομία, αλλά ούτε και η αρμόδια τηλεοπτική αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ζήτησαν να διακοπεί το τηλεφώνημα.
«Την προηγούμενη φορά σεβαστήκανε τη ζωή του αστυνομικού και με άφησαν να φύγω. Τώρα κρατάω τέσσερις ανθρώπους», είπε στον Ν. Ευαγγελάτο ο κακοποιός και συνέχισε: «Μη φοβάστε, κακό δε θα κάνω σε κανέναν. Να διαπραγματευτώ θέλω και να με αφήσουν να φύγω».
Η συνομιλία συνεχιζόταν χωρίς την επέμβαση της αστυνομίας και ο Ρουμάνος ζήτησε 500.000 δραχμές (περίπου 1500 ευρώ), τονίζοντας ότι ήταν μόνο για τα έξοδά του.
Εν τω μεταξύ, μετά από προσωπική εντολή του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, έφτασε στη οδό Νιόβης ο διοικητής της Ασφάλειας Θεόδωρος Παπαφίλης, ο οποίος ανέλαβε τις επιτόπιες διαπραγματεύσεις.
Η σύνδεση με τον ΣΚΑΙ συνεχιζόταν κανονικά.
Ο Ματέι ζήτησε από τους αστυνομικούς, που είχαν αποκλείσει το δρόμο κάτω από το διαμέρισμα, να του στείλουν αμφεταμίνες για να καταφέρει να συνέλθει από την ηρωίνη.
Οι αστυνομικοί έστειλαν ένα κουτί με υπνωτικά χάπια, αλλά ο κακοποιός το κατάλαβε, έγινε έξαλλος και διέκοψε την επικοινωνία μαζί τους.
Ο Ρουμάνος είχε απασφαλίσει τη χειροβομβίδα και απειλούσε να την αφήσει από το χέρι του. «Μια λάμψη θα δείτε μόνο και τίποτα άλλο», έλεγε.
Στον τηλεοπτικό σταθμό, δίπλα στον Σταμάτη Μαλέλη είχε βρεθεί εν τω μεταξύ ο υπαρχηγός της αστυνομίας Θεόδωρος Πλάκας, ο οποίος κατεύθυνε τις διαπραγματεύσεις, που γίνονταν πια μόνο μέσω του Νίκου Ευαγγελάτου.
Ο δημοσιογράφος, που όπως διαπιστώθηκε από τους αστυνομικούς, κατάφερνε να κρατάει ήρεμο τον Ματέι, τον έπεισε να απελευθερώσει έναν όμηρο, τον γιο της οικογένειας, που αντιμετώπιζε μαθησιακές δυσκολίες.
Η απόφαση του αρχηγού της αστυνομίας για εισβολή στο διαμέρισμα
Γύρω στις 9 το βράδυ, έφτασε στη Νιόβης και ο αρχηγός της αστυνομίας Αθανάσιος Βασιλόπουλος.
Πρώτη του κίνηση ήταν να ανακρίνει τη φίλη του Ματέι, Π. Αθανασοπούλου για να διαπιστώσει αν η χειροβομβίδα ήταν αληθινή. Μετά την ανάκριση της κοπέλας, που βρισκόταν επίσης υπό την επήρεια ουσιών, ο Αθανασόπουλος αποφάσισε να προχωρήσει σε έφοδο.
Με την πεποίθηση ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη, απομάκρυνε τα τηλεοπτικά συνεργεία από το σημείο, διέταξε να κοπεί η ζωντανή σύνδεση του ΣΚΑΙ και άρχισε να οργανώνει την επιχείρηση.
Σύμφωνα με τον Σταμάτη Μαλέλη, ο Γ. Πλάκας που βρισκόταν δίπλα του, ψιθύρισε πως η απόφαση αυτή δεν ήταν σωστή και πως η εκτίμηση για την ψεύτικη χειροβομβίδα ήταν λανθασμένη.
Και έτσι αποδείχτηκε.
Η αποτυχία της επιχείρησης και το τραγικό τέλος της ομηρίας
Την ώρα που οι αστυνομικοί έμπαιναν στο κτίριο, ο Ματέι είχε μόλις απελευθερώσει, όπως είχε υποσχεθεί νωρίτερα στον Νίκο Ευαγγελάτο, τη Σουλτάνα Γκινάκη.
Στο διαμέρισμα βρισκόταν πλέον ο ίδιος και οι δύο δεμένοι όμηροι.
Στην έφοδο συμμετείχε και ο αρχηγός της αστυνομίας, πιστεύοντας ότι η χειροβομβίδα είναι ψεύτικη.
Οι αστυνομικοί όταν μπήκαν στο διαμέρισμα, τράβηξαν με δύναμη τον Απόστολο Μακρινό, έκοψαν το κορδόνι και κατάφεραν να τον απελευθερώσουν.
Την ίδια στιγμή ο Ματέι άρπαξε την κοπέλα η οποία άρχισε να φωνάζει πανικόβλητη «Μη».
Ο Νίκος Ευαγγελάτος βρισκόταν ξανά στον αέρα και όσα διαδραματίζονταν στο διαμέρισμα, ακούγονταν στην τηλεόραση από το ανοιχτό τηλέφωνο.
Λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκε η μοιραία έκρηξη.
Για το πώς εξεράγη η χειροβομβίδα υπάρχουν δύο ανεπιβεβαίωτες εκδοχές.
Σύμφωνα με τη μία, ο Ματέι την έβαλε στο παντελόνι της κοπέλας και στη συνέχεια τη έσπρωξε προς του αστυνομικούς με αποτέλεσμα να εκραγεί.
Οι συγγενείς της κοπέλας, που είχαν παρακολουθήσει τις έρευνες που ακολούθησαν, ανέφεραν πως η χειροβομβίδα έσκασε ακριβώς πίσω από τα πόδια της για αυτό και ακρωτηριάστηκε.
Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, οι αστυνομικοί ήταν εκείνοι που προέτρεψαν τον κακοποιό να πετάξει τη χειροβομβίδα στο έδαφος.
Ο αντιστράτηγος της αστυνομίας Ιωάννης Γεωργακόπουλος που ήταν παρών κατά την έφοδο, αρνήθηκε ότι ήταν ένας από τους αστυνομικούς που φώναξε στο Ματέι να πετάξει τη χειροβομβίδα.
Το κακό όμως είχε γίνει. Το σώμα της Αμαλίας ήταν σχεδόν κομμένο στα δύο ενώ εκτός από αρκετούς αστυνομικούς, τραυματίστηκε και ο ίδιος ο Ματέι.
Ακολούθησε χάος, καθώς η οδός Νιόβης ήταν γεμάτη από κόσμο και αυτοκίνητα αφού δεν είχε δοθεί η αυτονόητη εντολή για εκκένωση του δρόμου.
Τα ασθενοφόρα δεν μπορούσαν να φτάσουν κάτω από το διαμέρισμα και οι πολίτες που βρίσκονταν εκεί από περιέργεια, προσπαθούσαν να μετακινήσουν τα οχήματα που εμπόδιζαν, ακόμα και με τα χέρια τους.
Η μεταφορά των τραυματιών έγινε τελικά με σχεδόν μια ώρα καθυστέρηση.
Η Γκινάκη μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό, οι αστυνομικοί σε στρατιωτικά νοσοκομεία και ο Ματέι αρχικά στον Ερυθρό Σταυρό και λίγο αργότερα στο Γενικό κρατικό Νίκαιας.
Οι γιατροί προσπάθησαν να σώσουν τη ζωή της κοπέλας, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Η Αμαλία Γκινάκη έφυγε από τη ζωή μετά από 17 ημέρες νοσηλείας.
Το τέλος του Ματέι
Ο 27χρονος Σορίν Ματέι πέρασε δυο ημέρες στο Γενικό Κρατικό, όπου οι γιατροί τον κρατούσαν σε καταστολή.
Στη συνέχεια μετά από εντολή του διευθυντή της χειρουργικής κλινικής, που έκρινε ότι ο ασθενής δεν διέτρεχε κίνδυνο, ο Ματέι μεταφέρθηκε δεμένος στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Σύμφωνα με τον εκεί γιατρό υπηρεσίας Ιωάννη Κούτρα, η ποσότητα του κατασταλτικού φαρμάκου που είχε χορηγηθεί στο Ρουμάνο ήταν «για ελέφαντες», ενώ η ύπτια στάση ταυτόχρονα με το δέσιμο, ήταν λάθος.
Πριν προλάβει να κάνει κάτι ο γιατρός Κούτρας, βρήκε νεκρό τον Ματέι στο κρεβάτι του, το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου. Όπως ανέφερε ο ιατροδικαστής Μάριος Μητσάκης, ο θάνατος του κακοποιού προήλθε από εισρόφηση γαστρικού υγρού, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη καταστολή.
Στο νοσοκομείο έσπευσαν και κάποιοι πολιτικοί που αποδοκιμάστηκαν έντονα.
Η αθώωση των αστυνομικών
Μετά την αποτυχία της επιχείρησης, ο αρχηγός της αστυνομίας υπέβαλε την παραίτηση του, ενώ ανέλαβε την ευθύνη για το λάθος του και τη λανθασμένη ενημέρωση των υπόλοιπων αστυνομικών που έδρασαν υπό τις εντολές του. Ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος τέθηκε σε διαθεσιμότητα για ένα χρόνο με την αιτιολόγηση της ακούσιας ανθρωποκτονίας λόγω αμέλειας.
Την ίδια κατηγορία αντιμετώπισαν και οι υπόλοιποι αξιωματικοί της αστυνομίας που πήραν μέρος στην αποτυχημένη επιχείρηση.
Ωστόσο, όλοι οι αστυνομικοί απηλλάγησαν τον Μάιο του 2000, από το Τριμελές Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Η οικογένεια Γκινάκη άσκησε έφεση, μετά από την οποία παραπέμφθηκε σε δίκη μόνο ο Αθ. Βασιλόπουλος.
Το δικαστήριο επέβαλε στον πρώην αρχηγό της αστυνομίας 12μηνη ποινή φυλάκισης, αλλά μετά από έφεση που άσκησε, αθωώθηκε το 2005.
Τόσο ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΙ, όσο και προσωπικά ο Νίκος Ευαγγελάτος, δέχτηκαν σφοδρή κριτική για τη ζωντανή μετάδοση της υπόθεσης. Οι αστυνομικοί ανέφεραν πως ο Ευαγγελάτος είχε θετική συμμετοχή στην υπόθεση αφού ηρεμούσε τον κακοποιό, ωστόσο η πράξη του θεωρήθηκε από πολλούς αντιδεοντολογική.
Ο ίδιος σε συνέντευξή του ανέφερε πως αν του δινόταν ξανά η ευκαιρία, δεν θα έβγαινε στον αέρα και πως το μόνο που σκέφτεται είναι η ζωή της κοπέλας που χάθηκε.
Το ΕΣΡ επέβαλε πρόστιμο 50 εκατομμυρίων δραχμών στον ΣΚΑΙ για την απευθείας μετάδοση και έκτοτε άλλαξε η σχετική νομοθεσία.
Οι συγγενείς της αδικοχαμένης κοπέλας πήραν ένα χρηματικό ποσό σαν αποζημίωση, ωστόσο ακόμα και σήμερα ζητούν την τιμωρία των υπεύθυνων, που θεωρούν ότι οδήγησαν τη νεαρή κοπέλα στον θάνατο.