Στις 23 Ιανουαρίου του 1973, ο Ωνάσης έχασε τον πολυαγαπημένο του γιο, τον Αλέξανδρο, όταν το αεροπλάνο το οποίο οδηγούσε, συνετρίβη στο Ελληνικό, λίγο μετά την απογείωσή του. Η οικογένεια είχε προσλάβει έναν καινούριο πιλότο, για το υδροπλάνο που χρησιμοποιούσε στη θαλαμηγό Χριστίνα.
Ο Αλέξανδρος είχε πάθος για τα αεροπλάνα και έλεγε στους δημοσιογράφους «Ζω όταν βρίσκομαι ψηλά στον ουρανό». Μάλιστα ο ίδιος σε μια από τις τελευταίες στιχομυθίες, που αργότερα έγινε πρωτοσέλιδο, είπε «εάν δεν ήμουν ο γιος του Ωνάση, θα ήθελα να είμαι αεροπόρος».
Ο νεαρός Αλέξανδρος ήθελε να ελέγξει ο ίδιος τις ικανότητές του. Οι πιλότοι επιβιβάστηκαν στο υδροπλάνο και ο Αλέξανδρος κάθισε δεξιά στο κόκπιτ.
Συνομίλησε με τον πύργο έλεγχου και πήρε άδεια απογείωσης. Αμέσως μετά την απογείωση, όμως, το αεροπλάνο συνετρίβη.
Τα νέα έφτασαν σύντομα στον Αριστοτέλη Ωνάση, που βρισκόταν στο εξωτερικό, για να γιορτάσει τα γενέθλιά του.
Φτάνοντας στο ΚΑΤ, όπου είχε μεταφερθεί ο Αλέξανδρος, ο Ωνάσης ανέλαβε να πάρει την τραγική απόφαση. Να αποσυνδέσει τον γιο του από τα μηχανήματα. Σύμφωνα με τους γιατρούς, δεν υπήρχε περίπτωση να σωθεί. Ο τραγικός πατέρας αποφάσισε να αφήσει τον γιο του να «ηρεμήσει» και έδωσε τη μοιραία εντολή.
Αμέσως μετά τον θάνατο του γιου του, ο Αριστοτέλης είπε στους δημοσιογράφους: «Είμαι ο φτωχότερος άνθρωπος του κόσμου».
Για το δυστύχημα του Ελληνικού, όπου βρήκε τον θάνατο ο Αλέξανδρος Ωνάσης, συγκροτήθηκαν τρεις επιτροπές.
Όλες κατέληξαν, ότι στο αεροπλάνο του είχαν συνδεθεί ανάποδα τα πηδάλια.
Όταν ο Αλέξανδρος επιχείρησε να στρίψει προς τον ουρανό, έστριψε με φορά προς τη γη και συνετρίβη.
Όλοι μιλούσαν για σαμποτάζ, αλλά ακόμη και ο πανίσχυρος Ωνάσης δεν μπόρεσε να καταλήξει σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα, αν και διέθεσε πολλά χρήματα.