Στις 16 Απριλίου 1945 ο Σοβιετικός Στρατός εξαπέλυσε την τελική του επίθεση με στόχο το Βερολίνο, την καρδιά του «χιλιετούς» Ράιχ.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 20 Απριλίου και ενώ ο σοβιετικός «οδοστρωτήρας» ήταν αδύνατον να αναχαιτιστεί, οι Βερολινέζοι πληροφορούνται από τον υπουργό Προπαγάνδας Γιόσεφ Γκαίμπελς το «ευτυχές γεγονός των 56ων γενεθλίων του Φύρερ».
Μια αποστροφή του λόγου του αποτέλεσε την επιτομή της τραγικής ειρωνείας.
«Αν σήμερα η Γερμανία ζει το οφείλουμε σε αυτόν, αν η Ευρώπη και ο δυτικός πολιτισμός δεν έχουν ακόμα παρασυρθεί και γκρεμισθεί στο βάραθρο που ανοίγεται μπροστά μας, σε αυτόν και μόνο το οφείλουμε… Ποιος άλλος θα μπορούσε να σταθεί καλύτερα στο ύψος του δικαστή της παγκόσμιας κρίσης καλύτερα από τον Φύρερ ; … Εμείς του φωνάζουμε: διάταξε μας Φύρερ και εμείς υπακούμε, γιατί αυτός γνωρίζει και μπορεί…».
Οι Σοβιετικοί επιφύλαξαν το δικό τους δώρο για τα γενέθλια του Χίτλερ: την ίδια ημέρα η πόλη τέθηκε εντός βεληνεκούς του βαρέος πυροβολικού της 5ης Στρατιάς Κρούσης η οποία άρχισε να σκορπά τον θάνατο στη γερμανική πρωτεύουσα.
Οι οβίδες που εκτόξευαν τα σοβιετικά πυροβόλα είχαν γραμμένα συνθήματα εκδίκησης, όπως: «Για το Στάλινγκραντ», «Για την Ουκρανία», «Για τις χήρες και τα ορφανά», «Για τα δάκρυα των μανάδων» κ.α.
Ο Χίτλερ, σκιά του παλαιού του εαυτού, ένιωθε κουρασμένος και δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι πριν από τις 11.00.
Αφού απέρριψε τις εκκλήσεις του επιτελών του για αναδίπλωση των καταπονημένων γερμανικών μονάδων, ο Χίτλερ μετέβη στον κήπο της καγκελαρίας, προκειμένου να επιθεωρήσει μία μονάδα των SS και να παρασημοφορήσει μερικά μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας, ορφανά του βομβαρδισμού της Δρέσδης, που υπερασπίζονταν το Βερολίνο.
Ο Γερμανός δικτάτορας παρότρυνε τα παιδιά να περιγράψουν τα κατορθώματά τους, την στιγμή που μια κάμερα κατέγραφε το γεγονός για τις ανάγκες της προπαγάνδας. Αυτή επρόκειτο να είναι και η τελευταία δημόσια εμφάνισή του Γερμανού δικτάτορα.
Το απόγευμα οι ανώτατοι αξιωματούχοι του Γ΄ Ράιχ συγκεντρώθηκαν στο καταφύγιο, το οποίο αποτελούσε τη μόνιμη πλέον κατοικία του Χίτλερ, κάτω από την καγκελαρία,προκειμένου να ευχηθούν στον Φύρερ.
Μέσα σε ένα κλίμα νευρικότητας σήκωσαν τα γεμάτα σαμπάνια ποτήρια τους, ευχήθηκαν στον αρχηγό τους «χρόνια πολλά» και υποσχέθηκαν «αιώνια πίστη».
Στις επόμενες τρείς ημέρες οι περισσότεροι θα τον εγκατέλειπαν, ανάμεσά τους οι υπουργοί Χ. Γκαίρινγκ, Χ. Χίμλερ, Α. Σπέερ και Ι. Ρίμπεντροπ, οι επικεφαλής του επιτελείου Β. Κάιτελ και Α. Γιόντλ κ.α.
Ο Χίτλερ είχε απομείνει σχεδόν μόνος του οργανώνοντας μια «μεγαλειώδη αντεπίθεση» επί χάρτου με μονάδες που απλά δεν υπήρχαν!
Δέκα ημέρες μετά θα έδινε τέλος στη ζωή του.