Στις 14 Ιανουαρίου του 1954, η Μέριλιν Μονρόε παντρεύτηκε τον παίχτη του μπέιζμπολ, Τζο Ντι Μάτζιο. Ήταν ο πιο σύντομος γάμος και για τους δύο, αφού έμειναν μαζί μόνο για 9 μήνες.
Ο Ντι Μάτζιο όμως, αποδείχτηκε ο πιο πιστός φίλος της ηθοποιού κι ήταν ο μόνος που τη στήριξε, όταν άρχισε η ψυχολογική «κατρακύλα», που κατέληξε στην αυτοκτονία της.
Τον Μάρτιο του 1952, ο ΝτιΜάτζιο είχε μόλις αποσυρθεί απ’ τον αθλητισμό, μετά από μία υπέρλαμπρη καριέρα. Η Μονρόε δεν είχε γίνει ακόμα «σταρ», αλλά η καθηλωτική ομορφιά και η γοητεία της ήταν εμφανείς.
Ο κορυφαίος παίχτης του αμερικανικού μπέιζμπολ ζήτησε απ’ την ηθοποιό να βγουν ραντεβού, το οποίο κανονίστηκε για τις 8 Μαρτίου. Η Μέριλιν δίστασε να πει το «ναι», γιατί φοβόταν ότι ο Ντι Μάτζιο θα ήταν ένας ακόμα αλαζονικός και ακαλλιέργητος αθλητής.
Τον «έστησε» για δύο ώρες στο πρώτο τους ραντεβού.
Όταν όμως έφτασε στο εστιατόριο που την περίμενε, η Μέριλιν άλλαξε γνώμη για τον αθλητή. Ο Ντι Μάτζιο δεν ήταν πολύ όμορφος, ούτε ιδιαίτερα αβρός στους τρόπους του, αλλά εξέπεμπε μία αυτοπεποίθηση, που την καθήλωσε.
Πέρασαν το καλοκαίρι του ’52 μαζί και τον Ιούλιο, ο Ντι Μάτζιο πήγε τη Μέριλιν στην οικογένειά του, στο Σαν Φρανσίσκο για να τη γνωρίσουν.
Οι Ντι Μάτζιο ήταν οικογένεια μεταναστών και κατάγονταν από τη Σικελία, πιστοί καθολικοί και με πολύ αυστηρές αρχές. Για τον Ντι Μάτζιο ο ρόλος της γυναίκας ήταν πολύ ξεκάθαρος: μητέρα και νοικοκυρά.
Αυτός δεν ήταν ο ρόλος που είχε επιλέξει η Μέριλιν για τον εαυτό της. Εκείνη
είχε μεγάλα όνειρα για την καριέρα της, που δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του Ντι Μάτζιο.
Αυτή η βασική διαφορά στη νοοτροπία τους οδήγησε και στην άσχημη κατάληξη του γάμου τους. Αλλά το καλοκαίρι του ’52 ήταν κι οι δυο τυφλωμένοι απ’ τον έρωτα και δεν μπορούσαν να δουν καθαρά.
Της έκανε πρόταση γάμου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1953. Δυο βδομάδες μετά παντρεύτηκαν.
Τα προβλήματα άρχισαν από τον μήνα του μέλιτος. Το νιόπαντρο ζευγάρι είχε κανονίσει 10ημερες διακοπές στην Ιαπωνία.
Μόλις λίγες μέρες είχαν περάσει απ’ τον γάμο τους, όταν ο ατζέντης της Μέριλιν της ζήτησε να ταξιδέψει στην αμερικανική στρατιωτική βάση στην Κορέα για να «εμψυχώσει» τους στρατιώτες.
Ο Ντι Μάτζιο, παραδοσιακός στα ήθη του, δεν χάρηκε καθόλου που η σύζυγός του θα ταξίδευε μόνη της μέχρι την Κορέα για να χορέψει και να τραγουδήσει μπροστά σε χιλιάδες άντρες.
Της ζήτησε να παρατήσει την καριέρα της και να μετακομίσουν στο Σαν Φρανσίσκο, όπου θα ζούσαν σαν ένα φυσιολογικό αντρόγυνο. Η Μέριλιν, φυσικά, αρνήθηκε.
Ο Ντι Μάτζιο προσπάθησε να κάνει υπομονή, αλλά δεν ήταν απ’ τη φύση του υπομονετικός άνθρωπος. Πολλοί λένε ότι όταν πήγε στην Κορέα, η Μέριλιν είχε ένα σπασμένο αντίχειρα κι ότι ήταν μάλλον αποτέλεσμα της οργής του συζύγου της.
Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν καθόλου με τους επόμενους ρόλους της Μέριλιν. Όταν το ζευγάρι γύρισε στη Νέα Υόρκη, η Μέριλιν συνέχισε ακάθεκτη να παίζει σε ταινίες που μπορεί να την έκαναν ένα διεθνές σύμβολο του σεξ, αλλά εξόργιζαν τον σύζυγό της.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν τα γυρίσματα της ταινίας «7 Χρόνια Φαγούρα». Είχε έρθει η ώρα να γυρίσουν την πιο διάσημη σκηνή της καριέρας της Μέριλιν.
Η ξανθιά «σεξοβόμβα» φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και στεκόταν πάνω από έναν αεραγωγό. Με ένα φύσημα του αέρα, το φόρεμά της σηκωνόταν, αποκαλύπτοντας τα καλλίγραμμα πόδια της.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1954, την ημέρα το γυρισμάτων είχε συγκεντρωθεί τεράστιο πλήθος κόσμου για να δει την αγαπημένη του σταρ. Ανάμεσα σε αυτούς, ήταν κι ο σύζυγος της Μέριλιν, Τζο Ντι Μάτζιο.
Η Μέριλιν χρειάστηκε να επαναλάβει τη σκηνή πολλές φορές και κάθε φορά που το φόρεμά της σηκωνόταν, ο Ντι Μάτζιο γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός.
Ο σκηνοθέτης, Μπίλι Γουάιλντερ, περιέγραψε την έκφραση του ΝτιΜάτζιο ως «το βλέμμα του θανάτου».
Την επόμενη μέρα, η στυλίστρια της Μέριλιν στην ταινία, παρατήρησε ότι το κορμί της ηθοποιού ήταν μελανιασμένο, αν και είχε
προσπαθήσει να καλύψει τους μώλωπες με μέικ απ.
Η δημοσιογράφος και φίλη του Ντι Μάτζιο, Στέισι Έντουαρντς, αποκάλυψε τα σχόλια του αθλητή μετά από εκείνη τη νύχτα: «Τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου, το παραδέχομαι. Αλλά με θύμωσε τόσο πολύ. Δεν την ένοιαζε τι πίστευα. Θα έκανε αυτό που ήθελε».
Στις 17 Οκτωβρίου η Μέριλιν υπέβαλε αίτηση για διαζύγιο, γιατί ο Ντι Μάτζιο ασκούσε πάνω της «ψυχολογική βία». Εκείνος δεν εμφανίστηκε καν στο δικαστήριο.
Η αυτοκτονία
Το 1961, η Μέριλιν είχε μόλις χωρίσει απ’ τον τρίτο σύζυγό της, τον Άρθουρ Μίλερ, και ήταν ένα ψυχολογικό ράκος. Είχε μπει σε ψυχιατρική κλινική και ήταν ο Ντι Μάτζιο αυτός που υπέγραψε, όταν ήρθε η ώρα να πάρει εξιτήριο.
Πήγε μαζί του στη Φλόριντα, όπου ο Ντι Μάτζιο δούλευε ως προπονητής μπέιζμπολ. Εκεί έζησαν την ήσυχη ζωή που ονειρευόταν ο Ντι Μάτζιο πιο παλιά. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι κανόνιζαν να ξαναπαντρευτούν, αλλά οι ίδιοι έλεγαν ότι ήταν μόνο φίλοι.
Παρά τις προσπάθειες του ΝτιΜάτζιο, η ψυχική υγεία της Μέριλιν δεν ανέκαμψε.
Βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της στης 5 Αυγούστου του 1962, έχοντας καταναλώσει μεγάλη ποσότητα από υπνωτικά χάπια. Την κηδεία της οργάνωσε ο Ντι Μάτζιο.
Όταν πρωτογνωρίστηκαν, η Μέριλιν είχε ζητήσει μία περίεργη χάρη απ’ τον Ντι Μάτζιο: Αν πέθαινε πριν από εκείνον, ήθελε να πηγαίνει κάθε βδομάδα καινούρια λουλούδια στον τάφο της.
Πιστός μέχρι το τέλος, ο μεγάλος σταρ του αθλητισμού, κράτησε την υπόσχεσή του. Μέχρι τον θάνατό του, το 1999, κάθε βδομάδα έστελνε φρέσκα τριαντάφυλλα στον τάφο της Μέριλιν.