Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966 πέθανε ο «Αρχιτέκτοντας του Απαρτχάιντ», ο Χέντρικ Φέρβουρντ, ο Νοτιοαφρικάνος Πρωθυπουργός που ενίσχυσε όσο κανείς άλλος τον φυλετικό διαχωρισμό στη χώρα. Τον μαχαίρωσε τέσσερις φορές, μέσα στη Βουλή και παρουσία όλης της κυβέρνησης, ο ελληνικής καταγωγής Δημήτρης Τσαφέντας.
Ορισμένες εφημερίδες έγραψαν ότι ο Τσαφέντας ήθελε να τον εκδικηθεί για το απαρτχάιντ. Οι περισσότερες όμως, έγραψαν ότι ο Έλληνας έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια και λάμβανε εντολές από ένα παράσιτο, μια ταινία που είχε αναπτυχθεί μέσα στο σώμα του…
Ο «μικτός» λευκός
Ο Δημήτρης Τσαφέντας γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1918, στη Μοζαμβίκη. Ο πατέρας του, Μιχάλης Τσαφέντας, ήταν Έλληνας και η μητέρα του, μιγάδα απ ’ τη Μοζαμβίκη.
Μετά τον θάνατό της, πέρασε λίγα χρόνια στην Αίγυπτο όπου ζούσε η γιαγιά του. Στα 10, εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική, όπου πήγε σχολείο.
Αν και ανήκε στην κατηγορία των «λευκών», εξαιτίας του Έλληνα πατέρα του, ξεχώριζε από τους υπόλοιπους λόγω του σκούρου δέρματός του.
Τον φώναζαν «μαυράκι» και αντιμετώπιζε έντονο ρατσισμό.
Το 1930 γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και το 1941 μπάρκαρε στα καράβια, όπου πέρασε τις επόμενες δύο δεκαετίες της ζωής του.
Σε νεαρή ηλικία, άρχισε να παθαίνει κρίσεις και διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και κατά διαστήματα, νοσηλευόταν σε ψυχιατρικές κλινικές.
Παρά τα ψυχολογικά προβλήματα, ήταν ιδιαίτερα ευφυής. Μιλούσε οχτώ γλώσσες, ανάμεσά τους και τα ελληνικά που έμαθε στα τέλη της δεκαετίας του ’40, όταν έμεινε στη χώρα για δύο χρόνια.
Το 1966 επέστρεψε στη Νότιο Αφρική, όπου δούλεψε ως μεταφραστής.
Δεν μπορούσε να κρατήσει μια δουλειά για πολύ καιρό και μετά από πολλές διαφορετικές ασχολίες, κατέληξε ως κλητήρας στη Βουλή.
Ένα μήνα αφότου προσλήφθηκε, σκότωσε τον Πρωθυπουργό της χώρας.
«Ο Αρχιτέκτονας του Απαρτχάιντ»
Ο Χέντρικ Φέρβουντ ανέλαβε την πρωθυπουργία της Νότιας Αφρικής το 1958.
Με δική του επίβλεψη είχαν εφαρμοστεί εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που υποχρέωναν τους μαύρους να λαμβάνουν μόρφωση κατώτερης ποιότητας.
Το 1960, ο μαύρος πληθυσμός της χώρας χωρίστηκε σε φυλές για κάθε μία από τις οποίες είχε οριστεί αυθαίρετα κάποια περιοχή της χώρας, συνήθως οι φτωχότερες και λιγότερο εύφορες.
Ο Φέρβουντ είχε γίνει το δημόσιο πρόσωπο του απαρτχάιντ και είχε προκαλέσει τα αρνητικά σχόλια ευρωπαίων ηγετών, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει τη δύναμη που ασκούσε μέσα στη χώρα.
Στις 9 Απριλίου 1960 είχε σωθεί από μία άλλη απόπειρα δολοφονίας.
Ένας αγρότης τον πυροβόλησε δύο φορές στο πρόσωπο, αλλά οι σφαίρες τον πέτυχαν στο αυτί.
Σώθηκε ως από θαύμα, όπως δήλωσαν οι γιατροί και ο Φέρβουντ δήλωσε ότι τον προστάτευε ο Θεός.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας ήταν λευκός, με διαφορά η πιο προνομιούχα κατηγορία.
Είχε μάλιστα βρει δουλειά στη Βουλή, ένα πόστο διόλου ευκαταφρόνητο.
Δεν είχε πραγματικό λόγο να μισεί το σύστημα του απαρτχάιντ, όπως γράφτηκε.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η σύντροφός του ήταν μαύρη και η σχέση τους ήταν απαγορευμένη.
Βέβαια δεν έχει εξακριβωθεί η εγκυρότητα των στοιχείων.
Μαχαίρωσε τον Φέρβουντ, την ώρα που ο πρωθυπουργός κατέβαινε από το βήμα.
Αφοπλίστηκε αμέσως και δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφύγει.
Ο Φέρβουντ ήταν νεκρός. Ο δικαστής που ανέλαβε την υπόθεση έκρινε ότι ο Τσαφέντας δεν είχε «σώας τας φρένας».
Ο δράστης αποφασίστηκε να εγκλειστεί σε ψυχιατρική κλινική, αλλά το δικαστικό σύστημα εκμεταλλεύτηκε ένα παραθυράκι στον νόμο και ο Τσαφέντας φυλακίστηκε μαζί με τους θανατοποινίτες.
Κάθε μέρα άκουγε τις κραυγές τους, όταν πέθαιναν στην αγχόνη. Έμεινε εκεί μέχρι το 1986. Παρέμεινε σε κανονική φυλακή μέχρι και το 1994, όταν τον μετέφεραν σε κλινική.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Χενκ βαν Βέρντνεν, ο οποίος τον επισκέφτηκε στη φυλακή για να συγκεντρώσει πληροφορίες για τη βιογραφία του, ο Τσαφέντας είχε μετανιώσει για ό,τι έκανε.
Έκανε τόση φασαρία στο διάδρομο της φυλακής που αναγκάστηκαν να γράψουν σε χαρτί τη συνομιλία τους: «Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ήταν κάτι που συνέβη. Δεν είναι αυτή η φύση μου. Ήμουν άρρωστος. Είμαι ανίσχυρος μπροστά σε αυτή τη δρακο-ταινία».
Λίγο πριν φύγει, τον ρώτησε ποιος ήταν τότε, το 1994, ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής.
«Ο Μαντέλα», του έγραψε ο Βέρντεν.
«Ο Νέλσον Μαντέλα; Θα ήθελα να του μιλήσω. Είναι πολύ δυνατός άντρας!»
Πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία 81 ετών.
Η κηδεία του έγινε με έξοδα της ελληνικής κοινότητας και παρευρέθηκαν λιγότερα από 10 άτομα.