Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ο Βουλγαροκτόνος δεν έμεινε στην ιστορία μόνο για τις νίκες του εναντίον των εχθρών της αυτοκρατορίας, αλλά και για την άκαμπτη στάση του απέναντι στην εκκλησία.
Ο Βασίλειος Β’ άφησε κενό τον πατριαρχικό θρόνο, σχεδόν πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Νικολάου Β’ Χρυσοβέργη. Αυτό συνέβη διότι ο πατριάρχης Νικόλαος είχε προσπαθήσει να του αποσπάσει φορολογικά προνόμια υπέρ της Εκκλησίας, τη στιγμή που ο αυτοκράτορας ήταν απασχολημένος με εμφύλιες διαμάχες.
Όταν προς το τέλος της βασιλείας του Βουλγαροκτόνου, ο πατριάρχης Σέργιος Β΄ τόλμησε να παραπονεθεί για τη φορολογία των εκκλησιαστικών κτημάτων, τα παράπονά του δεν έτυχαν ανταπόκρισης.
Το ίδιο αποφασιστική ήταν και η στάση του αυτοκράτορα απέναντι στα μοναστήρια.
Οι μοναχοί είχαν τρομάξει εξαιτίας της έντονης προσωπικότητας του μεγάλου πολεμιστή. Ο αυτοκράτορας άλλωστε είχε αποφασίσει να μειώσει την επιρροή τους και είχε όλα τα μέσα και την επιμονή για να το πετύχει.
Κατά τον 10ο αιώνα σημειώθηκε ανάπτυξη των μεγάλων ιδιοκτησιών, οι οποίες, παράνομα, απορροφούσαν πολλά ελεύθερα χωριά.
Οι χωρικοί έπρεπε να πληρώνουν και βαρείς φόρους. Ο τοπικός άρχοντας, με την προσφορά να επωμισθεί το βαρύ φορτίο της φορολογίας, μπορούσε να κερδίσει τον έλεγχο του χωριού και τότε οι άνδρες προσχωρούσαν στον ιδιωτικό του στρατό.
Η γη αυτών των χωριών όμως, ανήκε στην αυτοκρατορία που την έδινε στους χωρικούς ως ανταμοιβή για τη θητεία τους στον αυτοκρατορικό στρατό.
Με όμοιο τρόπο δημιουργήθηκε πρόβλημα και στα χωριά, καθώς τα κτήματά τους ανήκαν στα μοναστήρια, συνήθως από κληροδοσία.
Οι μοναχοί είτε καλλιεργούσαν τη γη μόνοι τους, είτε την εκμίσθωναν στους μεγαλογαιοκτήμονες. Αν και, θεωρητικά τουλάχιστον, το κράτος μπορούσε να δημεύσει τα κτήματα ενός λαϊκού και να τα αναδιανείμει, η μοναστηριακή γη ήταν αναπαλλοτρίωτη.
Τότε ο Βασίλειος Β΄ εισήγαγε νόμο που επέβαλλε στον τοπικό άρχοντα το καθήκον να καταβάλλει όλους τους φόρους της κοινότητας στην οποία κατείχε μεγάλη περιουσία.
Τον νόμο τον εφάρμοσε τόσο στα μοναστήρια όσο και στους μεγάλους γαιοκτήμονες.
Αυτό το μέτρο αποδείχθηκε πολύ βαρύ για τη μοναστηριακή περιουσία και τους μοναχούς, που το εισόδημά τους εξαρτάτο κυρίως απ’ τα κτήματά τους. Πολλά μοναστήρια υποχρεώθηκαν να πουλήσουν στο κράτος μεγάλα τμήματα των κτημάτων τους για να μειώσουν τη φορολογία τους.
Ο Αυτοκράτορας είχε δει όπως και άλλοι προκατοχοί του, ότι η Εκκλησία δεν περιοριζόταν στον θεολογικό της ρόλο και επηρέαζε αρνητικά την πολιτική και οικονομική ζωή. Με πυγμή και κατάλληλα νομικά μέτρα την υποχρέωσε να περιοριστεί στα θρησκευτικά της καθήκοντα.
Οι διάδοχοι όμως του Βασιλείου Β’, εγκατέλειψαν αυτή την πολιτική, τόσο για τους μεγάλους γαιοκτήμονες όσο και για τα μοναστήρια.
Απ’ αυτό το σημείο και μετά η αυτοκρατορία άρχισε να εισέρχεται σε αργή και μη αναστρέψιμη φάση παρακμής, με αδύναμους και πολλές φορές διεφθαρμένους αυτοκράτορες, που φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και των μεγάλων προκλήσεων, όπως οι σταυροφορίες και η δυναμική παρουσία των Τούρκων στην περιοχή.
Ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου του 1025.
Η αρχική φωτογραφία είναι έργο του Μιχαήλ Χρυσανθόπουλου, ιστορικού, προέδρου Παμμακεδονικής Ένωσης Μ.Α Ελλάδος- Αυστραλίας