Ο άντρας που έδωσε το όνομα του στον σαδισμό πέρασε το μεγαλύτερο μέρος τη ζωής στη φυλακή και πέθανε ήσυχα στον ύπνο του.
Ο Ντονατιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ, γνωστός και με τον τίτλο του Μαρκήσιος ντε Σαντ, γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1740.
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Σαντ ήρθε από νωρίς σε επαφή με την απόλυτη εξουσία που ασκούσε ο Γάλλος ευγενής στους χωρικούς.
Η δύναμη της οικογένειας Σαντ και των υπόλοιπων αριστοκρατών της περιοχής της Προβηγκίας, θα μπορούσε να συγκριθεί περισσότερο με την ισχύ των αρχόντων κατά την περίοδο της σκληρής φεουδαρχίας στον Μεσαίωνα.
Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που υποστηρίζουν ότι οι ιστορίες του Σαντ ήταν εμπνευσμένες από ακολασίες αριστοκρατών και η μετέπειτα φυλάκισή του οφειλόταν στο μίσος του λαού προς την αριστοκρατία που αντιπροσώπευε.
Για πολλούς, ο Σαντ θεωρείται ένας απλός πορνογράφος που κατέγραψε τις φαντασιώσεις ενός ανθρώπου που ένιωθε σεξουαλική ευχαρίστηση, όταν προκαλούσε πόνο και ταπείνωση στο ερωτικό του σύντροφο.
Για άλλους όμως, ο Σαντ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο ανατρεπτικούς κοινωνικούς φιλοσόφους της εποχής του, επειδή στα έργα του άσκησε δριμεία κριτική στην εκκλησία και τους πολιτικούς θεσμούς του 18ου αιώνα.
Σε ηλικία 4 ετών, γνώρισε και την παρακμή των κληρικών, μέσω του θείου του, που ήταν ηγούμενος σε Αββαείο.
Όπως χιλιάδες άλλοι ιερείς, ο ηγούμενος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες και μάλιστα είχε εγκαταστήσει στο αββαείο την μακροχρόνια ερωμένη του.
Ο νεαρός Σαντ μάλλον, είχε τις πρώτες σεξουαλικές επαφές με την κόρη της παράνομης ερωμένης του θείου του.
Σε όλη του τη ζωή, ο Σαντ κατηγορούσε την εκκλησία για υποκρισία και μία απ’ τις κατηγορίες που τον βάραιναν ήταν αυτή της βλασφημίας.
Το 1763, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του και τη στρατιωτική του θητεία, ο Σαντ παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου δικαστή, την Πελαζί.
Αν και όλα δείχνουν ότι ο Σαντ έτρεφε τρυφερά συναισθήματα για τη σύζυγό του, δεν κατάφερε ποτέ να μείνει πιστός.
Σπαταλούσε την περιουσία και την προίκα της σε ιερόδουλες, με τις οποίες πραγματοποιούσε ορισμένες απΌ τις φαντασιώσεις που θα κατέγραφε αργότερα στα βιβλία του.
Η πρώτη καταγγελία για σαδισμό
Την Κυριακή του Πάσχα τοΥ 1768, ο Σαντ ζήτησε από μία ζητιάνα να τον ακολουθήσει μέχρι τον πύργο του.
Το όνομά της ήταν Ρόουζ Κέλερ και ήταν η πρώτη γυναίκα που έκανε μήνυση στον Σαντ για σεξουαλική κακοποίηση.
Τον κατηγόρησε ότι την απήγαγε, τη βασάνισε και τη βίασε για να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες ορέξεις του.
Η Ρόουζ κατάφερε να αποδράσει φτιάχνοντας ένα σκοινί με τα σεντόνια.
Ο Σαντ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, αλλά η ζημιά είχε γίνει.
Η πεθερά του, εξοργισμένη με τη συμπεριφορά του, ειδικά αφού έμαθε ότι ο Σαντ είχε αποπλανήσει και τη δεύτερη κόρη της, ζήτησε άδεια απ’ τον Βασιλιά να φυλακίσει τον Σαντ χωρίς δίκη.
Την επόμενη δεκαετία, ο Σαντ αφιέρωσε κάθε στιγμή της υπαρξής του στην ικανοποίηση ακραίων ερωτικών πράξεων.
Επτά ιερόδουλες τον κατηγόρησαν ότι επιχείρησε να της δολοφονήσει, επειδή έπαθαν τροφική δηλητηρίαση από το αφροδισιακό που τις προμήθευσε.
Το επεισόδιο, μαζί με πολλαπλές κατηγορίες σοδομισμού, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Γαλλία για να αποφύγει τη θανατική καταδίκη.
Το 1777, οι προσπάθειες της πεθεράς τους στέφθηκαν με επιτυχία και ο Σαντ φυλακίστηκε, έχοντας κατηγορηθεί για κάθε λογής σεξουαλικά εγκλήματα.
Οι συνθήκες φυλάκισης ενός αριστοκράτη δεν διέφεραν πολύ από ένα πολυτελές ξενοδοχείο της σύγχρονης εποχής.
Ο Σαντ είχε μαζί τα βιβλία, το κρεβάτι του, τα χαλιά και τις κουρτίνες από το σπίτι του!
Επιτρεπόταν να διατηρεί υπηρετικό προσωπικό και δεχόταν τακτικά επισκέπτες.
Ήταν ένα περιβάλλον που βοήθησε πολύ τη συγγραφή του πρώτου βιβλίου του: 120 Μέρες των Σοδόμων.
Είχε κρύψει το χειρόγραφο στον τοίχο και όταν τον μετέφεραν, πίστεψε ότι χάθηκε.
Τελικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1904, πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.
Ίσως αν δεν είχε μπει φυλακή να μην είχε γράψει ποτέ βιβλία.
Πιθανόν, το έργο του, που μέχρι σήμερα θεωρείται από τα πιο πρωτοποριακά, οφείλεται στην πεθερά του, που άθελά της τον ώθησε προς τη δημιουργία.
Το 1784 μεταφέρθηκε στη Βαστίλλη, όπου έμεινε έως το 1789.
Στις 2 Ιουλίου του 1789, ο Σαντ φώναζε από το μπαλκόνι του, χρησιμοποιώντας ένα σωλήνα ως μεγάφωνο, ότι οι φύλακες σκότωναν τους κρατούμενους μέσα στη Βαστίλη.
Στις 14 Ιουλίου, η Βαστίλη καταλήφθηκε από επαναστάτες και όλοι οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Βέβαια δεν βρήκαν και πολλούς.
Υπήρχαν μόλις επτά φυλακισμένοι, μεταξύ των οποίων κι ένας “ακόλαστος” αριστοκράτης.
Δεν ήταν όμως, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ.
Για κακή του τύχη, είχε μεταφερθεί σε άλλη φυλακή μόλις 10 μέρες πριν από την κατάληψη της Βαστίλης.
Όμως η αποφυλάκιση του Σαντ δεν άργησε.
Το 1790 καταργήθηκε η άδεια του Βασιλιά, με την οποία τον είχε φυλακίσει η πεθερά του και ο Σαντ επέστρεψε στη νέα γαλλική κοινωνία.
Εξέδωσε ανώνυμα δύο ακόμα βιβλία και υιοθέτησε πλήρως τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης.
Παρά τη δράση τους εναντίον του, ο Σαντ προστάτευσε τους γονείς της συζύγου του που επρόκειτο να εκτελεστούν από τους επαναστάτες.
Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Γαλλίας, αλλά προς το τέλος του 18ου αιώνα προκάλεσε την οργή του Ροβεσπιέρου και φυλακίστηκε για ένα χρόνο.
Από το 1796 έως και το 1801 ζούσε πάμφτωχος με την ερωμένη του και την 6χρονη κόρη της.
Το 1801, ο Ναπολέοντας διέταξε να συλληφθεί ο ανώνυμος συγγραφέας των βιβλίων “Ζυστίν” και “Ιουλιέτα”.
Κατάφεραν να συλλάβουν τον Σαντ, τον οποίο εντόπισαν στο γραφείο του εκδότη του και για ακόμα μία φορά, φυλακίστηκε χωρίς δίκη.
Το 1803, μετά από προσπάθειες της οικογένειάς του, μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στο ημερολόγιό του κατέγραψε τον τελευταίο ερωτικό του δεσμό με την ανήλικη Μαγκντελίν Λεκλέρκ, που τελείωσε με τον θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 1814.
Παρά τις αμέτρητες “ακολασίες” του, ο Σαντ πέθανε ήσυχα στον ύπνο του, σε ηλικία 74 ετών.
Χρησιμοποιήθηκε φωτογραφικό υλικό από το θεατρικό έργο «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΝΤΟΥΑΡ» με τους Αλέξανδρο Μαρτζούκο, Δήμητρα Μπουρνελέ, Κυριακή Υψηλάντη, Ιουλία Φάλια, Νέστορα Αυχιανέ και Στέλιο Βέργο.