Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ, πραγματικό όνομα του Βολταίρου, γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1694 στο Παρίσι.
Ήταν το νεότερο από τα πέντε παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας.
Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και από τα παιδικά χρόνια πίεζε τον Βολταίρο να σπουδάσει Νομική.
Ο Βολταίρος δεν συμμεριζόταν την άποψη του πατέρα του, καθώς από μικρός ήθελε να γίνει συγγραφέας.
Σπούδασε στο κολέγιο των Ιησουϊτών στο Κλερμόν, όπου διδάχτηκε Λατινικά και Ελληνικά.
Το κολέγιο του φάνηκε μια ανοησία, αφού ο ίδιος ανέφερε ότι δεν έμαθε τίποτα σπουδαίο πέρα «από Λατινικά και ανοησίες».
Το 1711, μετά το κολέγιο υπέκυψε στις πιέσεις του πατέρα του και διδάχθηκε τη Νομική Επιστήμη, ενώ μετακόμισε στην Ολλανδία εκτελώντας χρέη γραμματέα του απεσταλμένου Γάλλου πρέσβη.
Παράλληλα από το 1710 άρχισε να συγγράφει άρθρα και επιστολές.
Το ψευδώνυμο «Βολταίρος» και η εξορία
Η καυστική του πένα και οι συχνοί λίβελοι που έγραφε κατά της πιεστικής και αναχρονιστικής πολιτικής του Γάλλου μονάρχη είχε ως αποτέλεσμα το Παλάτι να ενοχληθεί και ο Βολταίρος να εξοριστεί.
Το 1715 εξορίστηκε στην Τουλ της Γαλλίας επειδή σατίριζε τον αντιβασιλέα της Ορλεάνης.
Δύο χρόνια αργότερα φυλακίστηκε στη Βαστίλη για 11 μήνες με την κατηγορία της συκοφαντίας εναντίον του Παλατιού.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Φρανσουά Αρουέ υιοθέτησε το ψευδώνυμο Βολταίρος.
Πρόκειται για αναγραμματισμό της λατινικής γραφής του επωνύμου του που γραφόταν ως «Arovet li».
Εικάζεται πως ο λόγος που άλλαξε το όνομα του ήταν για να αποκοπεί από την οικογένεια του και τις ενέργειες του παρελθόντος.
Το 1724 ήρθε αντιμέτωπος με τον ευγενή Σεβαλιέ ντε Ροάν και το σαθρό γαλλικό ποινικό σύστημα.
Οι δύο νεαροί διαπληκτίστηκαν έντονα και ο Βολταίρος κάλεσε σε μονομαχία τον Ροάν για να λύσουν τις διαφορές τους.
Η μονομαχία δεν έγινε ποτέ επειδή ο Βολταίρος φυλακίστηκε ξανά στη Βαστίλη.
Ο λόγος ήταν το lettre de cachet, ένα είδος μυστικού εντάλματος που οι προνομιούχοι της γαλλικής αφρόκρεμας, με τη γραπτή συγκατάθεση του μονάρχη μπορούσαν να φυλακίσουν χωρίς καμία κατηγορία άτομα που τους ενοχλούσαν.
Ο Βολταίρος, χωρίς να έχει διαπράξει κανένα κακούργημα και χωρίς να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του εκδιώχτηκε από το Παρίσι.
Εξορία στην Αγγλία
Πικραμένος και αδικημένος από την άδικη μεταχείριση, ο Βολταίρος πρότεινε στο δικαστήριο να εκτίσει την ποινή του, όχι στη Βαστίλη, αλλά να εξοριστεί στην Αγγλία.
Ο κυριότερος λόγος που επιδίωξε να πάει στην Αγγλία ήταν ότι δεν γνώριζε πότε θα αποφυλακιζόταν, αφού το νομικό σύστημα της Γαλλίας ήταν εμφανώς απαρχαιωμένο και η δικαιοσύνη απονεμόταν με άνισα μέτρα και διεφθαρμένα σταθμά.
Στην Αγγλία ο Βολταίρος έμεινε τρία χρόνια, γνώρισε τον φιλόσοφο Τζον Λοκ και επηρεάστηκε από το φιλοσοφικό ρεύμα του εμπειρισμού. Το κίνημα αυτό θεωρούσε πως οι εμπειρίες του ανθρώπου αποκτούνται μόνο μέσα από τις αισθήσεις. Πριν από τη γέννηση του ο άνθρωπος είναι ένας άγραφος πίνακας (tabula rasa) και καμία σκέψη δεν προϋπάρχει χωρίς τη συμβολή των πέντε αισθήσεων.
Ξεκίνησε να γράφει στην αγγλική γλώσσα και μελέτησε τη δομή του πολιτεύματος της Μεγάλης Βρετανίας, που τότε ήταν συνταγματική μοναρχία.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, όπου μελέτησε διεξοδικά το έργο του Σαίξπηρ και τη φυσική διαβάζοντας τις μελέτες του Νεύτωνα.
Ανανεωμένος, με φιλελεύθερες ιδέες, επέστρεψε στο Παρίσι το 1729.
Επιστροφή στην Γαλλία και το νόμιμο κόλπο με τα ομόλογα
Ο Βολταίρος επέστρεψε στο Παρίσι και χρειάστηκε να βρει μια δουλειά για να βγάλει χρήματα.
Για μικρό χρονικό διάστημα συμφιλιώθηκε με τον μονάρχη και εργάστηκε σαν ιστοριογράφος της Γαλλίας.
Υπέρμαχος των ριζικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, εγκατέλειψε την Αυλή.
Ο φιλόσοφος θέλησε να αφοσιωθεί μόνο στην συγγραφή έργων, χωρίς να του αποσπά την προσοχή τίποτα.
Έπρεπε όμως να λύσει τα σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα.
Με τη βοήθεια του μαθηματικού Σαρλ Μαρί ντε λα Κονταμίν, αγόρασαν πολλά λαχεία που είχαν την αξία του ενός χιλιοστού ομολόγων της Γαλλίας.
Αν κέρδιζαν το λαχείο, κέρδιζαν και τη συνολική αξία του ομολόγου.
Οι πιθανότητες να κερδίσουν χρήματα ήταν πολλές, κάτι που έγινε, και ο Βολταίρος έλυσε το οικονομικό του πρόβλημα.
Το 1733, το βιβλίο του Αγγλικά Γράμματα δημοσιεύτηκε στη Γαλλία.
Στο βιβλίο, ο Βολταίρος εκθείαζε το ανεπτυγμένο πολιτικό σύστημα της Βρετανίας, προάσπιζε τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της γνώμης και ασκούσε έντονη κριτική στο γαλλικό καθεστώς μοναρχίας.
Το βιβλίο θεωρήθηκε ότι στηλίτευσε τη φήμη της Γαλλίας, απαγορεύτηκε και κάηκε στην πυρά, ενώ ο Βολταίρος φυγαδεύτηκε στην Λωρραίνη.
Η ερωτική σχέση με την μαρκησία Εμιλί ντι Σατλέ
Ο Βολταίρος στην Λωρραίνη έμεινε στο Cirey, που άνηκε στον μαρκήσιο ντι Σατλέ.
Μαζί με τον Βολταίρο διέμενε και η Εμιλί ντι Σατλέ, σύζυγος του μαρκησίου.
Σύντομα Σατλέ και Βολταίρος σύναψαν ερωτική σχέση, καθώς μοιράζονταν κοινά ενδιαφέροντα.
Η ζωή στο Cirey κυλούσε ήρεμα για το ζευγάρι που περνούσε ατελείωτες ώρες συζητώντας για φιλοσοφία, ιστορία, λογοτεχνία και φυσική και συλλέγοντας σπάνια βιβλία.
Αρκετές φορές τους επισκεπτόταν και ο μαρκήσιος που φαινόταν να μην έχει πρόβλημα με την παράνομη σχέση της γυναίκας του.
Ο Βολταίρος έμεινε με τη Σατλέ δεκαέξι χρόνια!
Στο διάστημα αυτό έγραψε πολλά έργα και ποιήματα, ενώ ξεκίνησε αλληλογραφία με τον Φρειδερίκο Β΄, διάδοχο του θρόνου της Πρωσίας.
Το 1750 ο Βολταίρος μετακόμισε στο Βερολίνο ύστερα από πρόσκληση του Φρειδερίκου με στόχο να συμβουλεύει τον Πρώσο μονάρχη στον τρόπο διακυβέρνησης.
Σύντομα, οι σχέσεις των δύο ανδρών ήρθαν σε ρήξη επειδή είχαν διαφορετικές απόψεις ως προς της σωστή και δίκαιη χρήση της εξουσίας.
Ο Βολταίρος επέστρεψε στο Παρίσι, αλλά ο βασιλιάς τον έδιωξε από την πόλη.
Ο Γάλλος πήγε στην Γενεύη και νοίκιασε ένα κτήμα.
Τρία χρόνια αργότερα διώχθηκε κι από εκεί όταν δημοσιεύτηκε το άρθρο του «Γενεύη», που ειρωνικά σχολίαζε ότι επιτέλους οι θρησκευτικοί ηγέτες της πόλης ξέφυγαν από τον σκοταδισμό του καλβινισμού.
Ο θάνατος του Βολταίρου
Μετά το πέρασμα του Βολταίρου από την Ελβετία το 1759, μετακόμισε στη βόρεια Γαλλία όπου αγόρασε το κτήμα Φερνέ.
Ο Βολταίρος έμεινε εκεί για περισσότερο από 20 χρόνια, συγγράφοντας ασταμάτητα.
Επικεντρώθηκε κυρίως σε έργα και άρθρα μέσα από τα οποία εξέφραζε σταθερά την άποψη ότι η Εκκλησία χρειαζόταν να αποσπαστεί από το κράτος και πως το γαλλικό σύστημα δικαιοσύνης έπρεπε να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι απόψεις του ήταν ριζοσπαστικές και οι πολίτες του Παρισιού τον θεωρούσαν ιδιοφυία των γραμμάτων.
Όταν το 1778 ταξίδεψε στο Παρίσι για το θεατρικό ανέβασμα της τραγωδίας του Ειρήνη, ο παριζιάνικος λαός τον αποθέωσε.
Το ταξίδι όμως ήταν κουραστικό και ο 83χρονος Βολταίρος δεν άντεξε. Στις 30 Μαΐου του 1778 πέθανε στο Παρίσι.
Ο φιλόσοφος δεν ασπαζόταν τον Χριστιανισμό και όταν ο εφημέριος της ενορίας τον πίεσε να υπογράψει την «ομολογία της πίστης», εκείνος απάντησε: «αφήστε με να πεθάνω στην ησυχία μου».
Η ταφή του έγινε χριστιανικά, κρυφά με τη βοήθεια φίλων του και του ηγούμενου της μονής Σελλιέ της Καμπανίας.
Το έργο του Βολταίρου
Ο Βολταίρος θεωρείται ένας από τους πολυγραφότατους συγγραφείς του 18ου αιώνα.
Τα έργα του χωρίζονται σε ποιήματα, θεατρικά, ιστορικά και φιλοσοφικά ενώ έγραψε παραπάνω από 21.000 επιστολές.
Μέσα από το σύνολο των έργων του προπαγάνδιζε ιδέες και ασκούσε έντονη κριτική στο Καθολικισμό και τον ολοκληρωτισμό της γαλλικής μοναρχίας.
Ήταν καυστικός, ειρωνικός και πολεμούσε τους αντιπάλους του αμείλικτα, χρησιμοποιώντας μόνο λογικά επιχειρήματα.
Όπως όριζε και το κίνημα του Διαφωτισμού, ο Βολταίρος πίστεψε στον άνθρωπο, που μέσα από την γνώση θα έβγαινε από τη βαρβαρότητα.
Ο Βολταίρος δεν ήταν άθεος, αλλά ντεϊστής. «Υπάρχει ένας θεός και αυτός πρέπει να είναι δίκαιος»
Πίστευε δηλαδή στην ύπαρξη του Θεού, αλλά η πίστη προς εκείνον έπρεπε να βασίζεται στη λογική και όχι στον φόβο και την τυφλή αποδοχή.
Ο χριστιανισμός, κατά την άποψη του, ήταν γελοία θρησκεία που για χάρη της έγιναν τα μεγαλύτερα αιματοκυλίσματα της ανθρωπότητας. Ο Μωάμεθ ήταν ένας κάλπικος προφήτης και το Κοράνι, απάτη.
Ίδια ήταν η γνώμη του για τον Ιουδαϊσμό και τον Ινδουισμό και κάθε άλλη θρησκεία που προήγαγε τον σκοταδισμό και τη μισαλλοδοξία της Εκκλησίας.
«Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, δεν είναι η καταγωγή, αλλά η αρετή που τους κάνει τη διαφορά» έλεγε και αυτό που πραγματικά χώριζε τους ανθρώπους ήταν η γνώση και η λογική.
Πίστευε στην ισότητα και στην οικουμενικότητα της Ευρώπης.
Στην αλληλογραφία που είχε με τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας την προέτρεπε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις της εσωτερικής πολιτικής.
Έχοντας μάλιστα μελετήσει το Ανατολικό ζήτημα, υπερασπίστηκε μέσα από τις επιστολές του την Ελλάδα και την ανάγκη σωτηρίας του έθνους από τον τουρκικό ζυγό.
«Υπερασπισθείτε την Ελλάδα, διότι σε αυτήν οφείλουμε τα φώτα μας, τις επιστήμες, τις τέχνες και όλες τις αρετές μας», έγραφε στην Μ. Αικατερίνη.
«Δε συμφωνώ ούτε με μια λέξη από όλα όσα λες, αλλά θα υπερασπίζω, και με το τίμημα της ζωής μου ακόμα, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες αυτά που πρεσβεύεις». Η γνωστότερη ίσως φράση του Βολταίρου που υπερασπιζόταν την ελευθερία της σκέψης, πιθανότατα να μην ανήκει σε εκείνον.
Τα λόγια αυτά, κατά μία εκδοχή, ανήκουν στην Έβελιν Μπεατρίς Χολ, συγγραφέα του βιβλίου «Οι φίλοι του Βολταίρου», που εκδόθηκε το 1906.
Λέγεται ωστόσο ότι εμπνεύστηκε τη φράση από αυτό που έγραψε το 177ο ο Βολταίρος σε επιστολή του προς τον Αμπότ λε Ρις: «νιώθω αποστροφή για αυτά που γράφεις, αλλά θα έδινα τη ζωή μου για να συνεχίσεις να γράφεις».
Αναμφίβολα, η συμβολή του Βολταίρου στη διαμόρφωση του νεότερου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού ήταν καταλυτική.
Σαν φιλόσοφος έθεσε τα θεμέλια της ανεξιθρησκίας και της ελευθερίας της γνώμης, καταγγέλλοντας την αναχρονιστική φεουδαρχία ενώ σαν συγγραφέας θεωρείται πρόδρομος του ρομαντικού κινήματος στο θέατρο με έργα, όπως η Ζαΐρα, η Μερόπη και η Ειρήνη.