Στις 29 Μαΐου του 1999, ο 25χρονος Φλαμούρ Πίσλι επιβιβάστηκε στο λεωφορείο που θα τον μετέφερε από το χωριό Κάτω Σχολάρι στη Θεσσαλονίκη.
Τουλάχιστον έτσι πίστευαν ο οδηγός και οι άλλοι 13 επιβάτες του λεωφορείου.
Οι πόρτες έκλεισαν, το όχημα ξεκίνησε και ο νεαρός Αλβανός αποκάλυψε τον πραγματικό λόγο της επιβίβασής του.
Οι αποσκευές του αποτελούνταν από δύο χειροβομβίδες και ένα Καλάσνικοφ και ήταν αρκετές για να τρομοκρατήσουν όλους τους επιβαίνοντες.
Μέσα σε λίγα λεπτά, το λεωφορείο βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχό του και ο Πίσλι έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες.
Ο νέος προορισμός του λεωφορείου ήταν η Αλβανία, όπου ο λεωφορειοπειρατής πίστευε ότι θα δικαιωνόταν.
Φλαμούρ Πίσλι
Γεννήθηκε στην Αλβανία το 1975 και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στο χωριό Κάτω Σχολάρι, κοντά στη Θεσσαλονίκη.
Τον συνόδευε ο μικρότερος αδελφός του, Έντι και εργάζονταν για τον κάτοικο του χωριού, Θοδωρή Οργαντζίδη.
Σύντομα ο Έντι σύναψε ερωτική σχέση με τη σύζυγο του εργοδότη του, η οποία έμεινε έγκυος.
Το ζευγάρι έφυγε κρυφά απ’ το χωριό, αλλά τα νέα ήταν αδύνατο να μη μαθευτούν.
Ο Οργαντζίδης δεν μπορούσε να τιμωρήσει τον μικρό αδελφό, καθώς δεν γνώριζε πού βρισκόταν, γι’ αυτό και αρκέστηκε στον μεγαλύτερο.
Ο Φλαμούρ Πίσλι δέχτηκε την τιμωρία για το παράπτωμα του αδελφού του, με μοναδική αιτιολογία τη στενή τους συγγένεια.
Ο Οργαντζίδης με το συνέταιρό του, Σπύρο Παναγιώτου, έστησε πλεκτάνη εναντίον του Αλβανού, κρύβοντας τρία Καλάσνικοφ στο υπόγειο του σπιτιού όπου δούλευε ο Πίσλι.
Τον κατηγόρησαν ότι τα έκρυψε αυτός και με ταχύτατες διαδικασίες, ο νεαρός συνελήφθη. Στη φυλακή κακοποιήθηκε σεξουαλικά.
Μετά την αποφυλάκισή του, απελάθηκε από την Ελλάδα και επέστρεψε στην πατρίδα του.
Η υποδοχή που του επιφύλασσαν δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή.
Τον χώρισε η μνηστή του και οι συμπατριώτες του τον χλεύαζαν για την κακή του πορεία στη γειτονική χώρα.
Απελπισμένος, στράφηκε προς τη γυναίκα που τον φιλοξενούσε όσο έμενε στην Ελλάδα, την Ελένη Εμμανουηλίδου.
Κι αυτή όμως τον έδιωξε απ’ το σπίτι της, λέγοντάς του να μην ξαναγυρίσει στην Ελλάδα.
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Εξαθλιωμένος και οργισμένος, ο 25χρονος Αλβανός κατέστρωσε το σχέδιο σωτηρίας του.
Θα καταλάμβανε ένα ελληνικό λεωφορείο, το οποίο θα τον μετέφερε με ασφάλεια στην Αλβανία.
Θα αιτούνταν να του παραχωρηθούν απ’ την ελληνική κυβέρνηση 50 εκατομμύρια δραχμές και τρία Καλάσνικοφ που θα αποδείκνυαν την αθωότητά του.
Μες την ταραχή του πίστευε ότι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να δικαιώσει το όνομά του και στις 29 Μαΐου, έκανε την αρχή.
Η πρώτη λεωφορειοπειρατεία στην Ελλάδα
Πρώτη στάση του λεωφορείου ήταν το σπίτι του Σπύρου Παναγιώτου, που ήταν ο συνεργάτης του Οργαντζίδη.
Ο Πίσλι πυροβόλησε εναντίον του άντρα που τον κατηγόρησε, αλλά δεν το πέτυχε.
Αμέσως μετά, επισκέφτηκε την Ελένη Εμμανουηλίδου, όπου άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.
Ακάθεκτος, συνέχισε προς το σπίτι του Οργαντζίδη, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να το πλησιάσει γιατί ο διάδρομος ήταν πολύ στενός για το λεωφορείο.
Απογοητεύτηκε, αλλά δεν εγκατέλειψε το σχέδιο του.
Οι άνθρωποι που τον οδήγησαν στη φυλακή θα τιμωρούνταν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.
Όταν θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τα χρήματα και τα όπλα, θα απαιτούσε και τη σύλληψή τους.
Μέχρι να φτάσει έξω από το αστυνομικό τμήμα της πόλης, ο Πίσλι ελευθέρωσε τέσσερις ομήρους, αλλά κανείς επιβάτης δεν ξέχασε την απειλή που αντιπροσώπευε.
Σε όλο το ταξίδι κρατούσε μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα στο χέρι του.
Μετά τη Θεσσαλονίκη, το λεωφορείο ακολούθησε ανεξέλεγκτη πορεία και μετά από ώρες, κατέληξε στην Κοζάνη.
Το περίμεναν οι αστυνομικές αρχές και πλήθος δημοσιογράφων.
Ο Πίσλι δέχτηκε τα 50 εκατομμύρια δραχμές που του έδωσε η ελληνική αστυνομία, αλλά απέρριψε τα Καλάσνικοφ.
Οι τηλεοπτικές κάμερες κατέγραφαν κάθε στιγμή των διαπραγματεύσεων και ο Πίσλι φαινόταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί τους.
Ο οδηγός του λεωφορείου κρατούσε το μικρόφωνο για να μιλήσει ο Πίσλι στους δημοσιογράφους, ενώ ένας απ’ τους ομήρους, ο Γιώργος Κουλούρης, καταμετρούσε τα χρήματα.
Το λεωφορείο συνέχισε την πορεία του προς την Αλβανία με τη συνοδεία της αστυνομίας.
Στις 10 το βράδυ, ο Πίσλι πέταξε από το παράθυρο την απασφαλισμένη χειροβομβίδα, η οποία όμως δεν εξερράγη ποτέ.
Το επόμενο πρωί, λίγα χιλιόμετρα έξω από την περιοχή Ελμπασάν της Αλβανίας, το λεωφορείο αναγκάστηκε να σταματήσει, γιατί η αλβανική αστυνομία είχε κλείσει το δρόμο με δύο νταλίκες.
Οι αρχές περικύκλωσαν το όχημα και ζήτησαν απ’ τον Πίσλι να παραδοθεί.
Ο 25χρονος αρνήθηκε και οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ εναντίον του λεωφορείου.
Μέσα στον πανικό, ο όμηρος Γιώργος Κουλούρης επιχείρησε να διαφύγει, αλλά οι σφαίρες ήταν πιο γρήγορες.
Άνοιξε την πόρτα του λεωφορείου και ένας Αλβανός αστυνομικός, πιστεύοντας ότι ήταν ο Πίσλι, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
Λίγα λεπτά αργότερα, έπεσε νεκρός από τα πυρά των αστυνομικών και ο Φλαμούρ Πίσλι.
Η αλβανική αστυνομία δεν άκουσε τις προτροπές της ελληνικής αστυνομίας και ανέλαβε ένοπλη δράση.
Ο λόγος ήταν κυρίως η έλλειψη εμπειρίας και η ανικανότητα.
Στην Αλβανία, ο Τύπος τον παρουσίασε σαν ήρωα για όσα υπέφερε από τους Έλληνες και αυτή τη στάση κράτησε και η κοινή γνώμη.
Το 2005 η ιστορία του έγινε κινηματογραφική ταινία, με τον τίτλο «Όμηρος» σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη.
Της Αθηνάς Τζίμα