Στη διάρκεια των τεσσάρων ετών που διήρκεσε ο ‘Α Παγκόσμιος Πόλεμος σκοτώθηκαν συνολικά 18,5 εκατομμύρια άνθρωποι.
Οι αντιμαχόμενες πλευρές χρησιμοποίησαν ό, τι μέσα διέθεταν για να κερδίσουν τον πόλεμο, δημιούργησαν καινούργια όπλα, όπως τα τανκς, τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα και ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν εντατικά τα υποβρύχια.
Ωστόσο ένα πρωτότυπο όπλο, που στοίχισε τη ζωή σε πολλούς στρατιώτες, ήταν οι χημικές ουσίες.
Μάχη του Υπρ
Η πρώτη πετυχημένη επίθεση με δηλητηριώδη αέρια πραγματοποιήθηκε κατά τη δεύτερη μάχη του Υπρ, στη δυτική Φλάνδρα. Το Υπρ ήταν ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας και οι δύο αντίπαλοι ήθελαν να το θέσουν υπό την κυριαρχία τους. Στη μία πλευρά ήταν παρατεταγμένοι οι Γερμανοί και στην άλλη οι σύμμαχοι, οι οποίοι είχαν οχυρωθεί πίσω από διαδοχικές σειρές χαρακωμάτων.
Οι Γερμανοί επιτέθηκαν πρώτη φορά στις 19 Οκτωβρίου 1914 αλλά οι Γάλλοι και οι Άγγλοι τους απέκρουσαν με επιτυχία.
Στις 22 Απριλίου 1915 έγινε η δεύτερη μάχη στο Υπρ, όπου οι Γερμανοί επιτέθηκαν στους συμμάχους, χρησιμοποιώντας δηλητηριώδες αέριο με κυλίνδρους.
Ήταν η πρώτη πετυχημένη μαζική ρίψη χημικών όπλων σε πόλεμο.
Είχαν προηγηθεί κάποιες επιθέσεις των Γάλλων με χειροβομβίδες, που περιείχαν δακρυγόνο αέριο αλλά δεν είχαν επιτυχία.
Ο Γερμανός καθηγητής Φριτς Χάμπερ, γνωστός ως «ο πατέρας των χημικών όπλων», ήταν ο άνθρωπος που παρασκεύασε το αέριο χλωρίνης για λογαριασμό του γερμανικού στρατού.
Μάλιστα πρότεινε να το διοχετεύσουν σε εμπορικούς κυλίνδρους αντί σε οβίδες και παρευρέθηκε στη μάχη του Υπρ για να παρακολουθήσει από κοντά τις ολέθριες συνέπειες του όπλου του.
Κατά τις 5 το απόγευμα οι Γερμανοί αιφνιδίασαν τους Γάλλους στρατιώτες, όταν τους επιτέθηκαν με 168 τόνους χλωρίου.
Ένα σύννεφο ομίχλης πλησίασε τις γαλλικές γραμμές και το πεδίο της μάχης έγινε λευκό από το χλώριο.
Οι Γάλλοι στρατιώτες μόλις είδαν την ομίχλη να πλησιάζει έτρεξαν αλλά δεν κατάφεραν να ξεφύγουν. Μόλις εισέπνευσαν τις χημικές ουσίες ο οργανισμός τους κατέρρευσε. Δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν και πονούσαν τα μάτια και τα πνευμόνια τους.
Παρά το γεγονός πως οι Γάλλοι αιφνιδιάστηκαν και αποδυναμώθηκαν από την εισπνοή του δηλητηριώδους αερίου, οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση τους.
Λίγες ώρες αργότερα επανέλαβαν τη ρίψη χημικών όπλων σε διαφορετικό σημείο του μετώπου αλλά ένας Καναδός στρατηγός που ήταν χημικός αναγνώρισε το χλώριο και βρήκε τον τρόπο να το εξουδετερώσει.
Διέταξε τους στρατιώτες να ουρήσουν πάνω σε πανιά, να τα τοποθετήσουν στο πρόσωπό τους και να αναπνέουν μέσα από τα ούρα τους. Η αυτοσχέδια λύση είχε μικρά αποτελέσματα και δεν εμπόδισε το χλώριο να εισέλθει το στον οργανισμό τους.
Συνολικά έχασαν τη ζωή τους από το χλώριο 1.200 στρατιώτες.
Ο πόλεμος των χημικών
Μετά τη χρήση του χλωρίου, χρησιμοποιήθηκαν πολλές ακόμα χημικές ουσίες και από τα δύο στρατόπεδα.
Η χειρότερη ουσία που προκάλεσε τους περισσότερους θανάτους ήταν το φωσγένιο, το οποίο ήταν ισχυρό ασφυξιογόνο που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Γερμανούς και κατέληξε να γίνει το βασικό χημικό όπλο των Βρετανών.
Αποτελεσματικό ήταν και το καυστικό αέριο μουστάρδας, το οποίο προκαλούσε τύφλωση και ασφυξία και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στην τρίτη μάχη του Υπρ το 1917 μέσα σε οβίδες.
Όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα χημικά όπλα ξεκίνησε και η συστηματική αναζήτηση των κατάλληλων μέσων για να αντιμετωπιστούν.
Οι στρατιώτες πήγαιναν στο πεδίο της μάχης φορώντας οτιδήποτε θα εμπόδιζε τα χημικά αέρια να εισέλθουν στον οργανισμό τους. Φορούσαν γάζες εμποτισμένες με χημικά, γυαλιά για να προστατεύουν τα μάτια τους από τα αέρια και σακούλες στο κεφάλι που τις πότιζαν με γλυκερίνη, σόδα και νερό.
Οι Βρετανοί ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν, ένα χρόνο μετά την δεύτερη μάχη του Υπρ, αντιασφυξιογόνα μάσκα, η οποία είχε έναν αναπνευστήρα, γυαλιά και φίλτρο στο λαιμό.
Η χρήση χημικών όπλων έγινε ανεξέλεγκτη τα επόμενα τρία χρόνια του πολέμου. Παρόλο που στην πορεία έγιναν πιο επικίνδυνα, και τα δυο στρατόπεδα κατάφεραν να τα αντιμετωπίσουν σε μεγάλο βαθμό.
Από τους 113.000 τόνους χημικές ουσίες που ρίχτηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσβλήθηκαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνδρες εκ των οποίων πέθαναν οι 100 χιλιάδες.
Η χρήση τους περιορίστηκε σημαντικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που δεν εμπόδισε τις αντιμαχόμενες πλευρές να ανακαλύψουν καινούργια όπλα που κόστισαν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους.