1897. Η χρεοκοπημένη και ταπεινωμένη Ελλάδα αναζητούσε σωσίβιο σε ένα όραμα, σε μια μεγάλη ιδέα.
Τέσσερα χρόνια μετά το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη, η έξαρση του πατριωτισμού οδήγησε σε πόλεμο με την Τουρκία.
Ο κόσμος έβραζε, γεμάτος πάθος, για να ανακαταλάβει ελληνικά εδάφη, που βρίσκονταν υπό οθωμανική κατοχή.
Χωρίς προετοιμασία, με μικρό στρατό και με τα οικονομικά σε τραγική κατάσταση, ο πόλεμος ήταν αδύνατο να κερδηθεί.
Μοιραία, η Ελλάδα έχανε σε όλα τα μέτωπα από τον τουρκικό στρατό, που δεν άφησε την ευκαιρία αναξιοποίητη.
Οι μεγάλες δυνάμεις έπρεπε, όμως, να εισπράξουν από την Ελλάδα τα δάνεια που ήδη μας είχαν δώσει τα προηγούμενα χρόνια και δεν ήταν και λίγα.
Γι’ αυτό μας έσωσαν από την ολοκληρωτική ήττα.
Με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, ανάγκασαν την Τουρκία να σταματήσει τη νικηφόρα προέλαση και την Ελλάδα να της καταβάλλει βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις.
Η αποζημίωση τότε ανερχόταν περίπου στα 94 εκατομμύρια φράγκα, τα οποία φυσικά δεν υπήρχαν στα ελληνικά ταμεία.
Έτσι, πήραμε και άλλα δάνεια από τους πρόθυμους δανειστές μας και επίσημους τοκογλύφους μας.
Η ήττα από τους Τούρκους και οι ταπεινωτικοί όροι προκάλεσαν κι άλλα χρέη, αλλά και εθνική κατάθλιψη.
Ήταν τέτοιο το σοκ της ήττας του 1897, που το Πάσχα ούτε οβελία ψήσανε, ούτε κόκκινα αβγά βάψανε.
Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πάρει υψηλότοκο δάνειο και να δεχτεί τον διεθνή οικονομικό έλεγχο, για να το εξοφλήσει.
Τα κρατικά έσοδα περάσανε στους ξένους δανειστές μας, που υποθήκευσαν, ουσιαστικά, την ελληνική παραγωγή.
Ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα υπέστη τις κυρώσεις και τον έλεγχο από τους πιστωτές της.