Το καλοκαίρι του 1944 οι Γερμανοί είχαν αποδυναμωθεί αρκετά. Εκτός από τις μάχες, είχαν αρχίσει να χάνουν και την ψυχραιμία τους.
Έτσι, μπροστά στην απειλή των αντάρτικων δυνάμεων, χτυπούσαν τα χωριά και σκότωναν τους ανυπεράσπιστους κατοίκους ως αντίποινα.
Ένας από τους στόχους τους ήταν και το Δίστομο, το οποίο βρισκόταν σε μια νευραλγική θέση μεταξύ Ελικώνα και Παρνασσού, όπου δρούσαν αντάρτες.
Στις 10 Ιουνίου δυνάμεις των Ες Ες ξεκίνησαν την πορεία τους προς το χωριό ντυμένοι μαυραγορίτες.
Είχαν επιτάξει δύο ελληνικά φορτηγά και χρησιμοποίησαν τα ρούχα, αλλά και τον οπλισμό που βρήκαν για να προκαλέσουν τους αντάρτες. Στην πορεία ενώθηκαν με άλλα 60 αυτοκίνητα γεμάτα Γερμανούς και άρχισαν να σκορπούν τον θάνατο. Σκότωσαν 5 αγρότες και συνέλαβαν άλλους 12.
Λίγο αργότερα μπήκαν στο Δίστομο και ξεκίνησαν την αναζήτηση ανταρτών, αλλά και το πλιάτσικο σε σπίτια και μαγαζιά. Όταν τελείωσαν, άρχισαν να κατευθύνονται προς το διπλανό χωριό. Εκεί μια ομάδα 11 ανταρτών προσπάθησε να αντισταθεί.
Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων του χωριού στη «Μηχανή του Χρόνου», ακολούθησε μάχη που κράτησε περίπου 2 ώρες, κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου 40 Γερμανοί και χτυπήθηκε ο επικεφαλής των δυνάμεων τους.
Οι αντάρτες όμως υποχώρησαν γιατί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους πολυάριθμους άνδρες της Βέρμαχτ.
Οι Γερμανοί επέστρεψαν στο Δίστομο και λίγο αργότερα ο επικεφαλής τους ξεψύχησε.
Τα τελευταία του λόγια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν: «Δεν θα αφήσετε ούτε γάτα».
Οι άντρες του υπάκουσαν με υπερβάλλοντα ζήλο τις εντολές.
Ο απολογισμός της σφαγής του Διστόμου είναι 220 άμαχοι. Ανάμεσά τους παιδιά, γυναίκες και βρέφη.
Σε μια περίπτωση, οι σφαγείς σκότωσαν ένα μωρό με την ξιφολόγχη και χάραξαν τον αγκυλωτό σταυρό στο πρόσωπό του.