9 Ιανουαρίου 1937, ο Λέον Τρότσκι και η σύζυγος του Ναταλία Σέντοβα φτάνουν στο Μεξικό. Επρόκειτο για τον τελευταίο σταθμό της εξορίας του, άλλοτε παντοδύναμου ιδρυτή του Κόκκινου Στρατού.
Η αντιπαράθεσή του με τον Στάλιν είχε ως συνέπεια να απολέσει όλα του τα αξιώματα, μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων, και τώρα να κινδυνεύει να απολέσει και την ίδια του τη ζωή.
Η γοητεία που ασκούσε ο Τρότσκι σε μερίδα Ευρωπαίων και Αμερικανών κομμουνιστών καθώς και το υπό συγγραφή βιβλίο του στο οποίο θα αποκάλυπτε πολλές σκοτεινές πτυχές σχετικά με την αναρρίχηση του Στάλιν στην εξουσία, τον είχαν θέσει στο στόχαστρο του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης.
Προσωρινά ο Τρότσκι φιλοξενήθηκε στο περίφημο Μπλε Σπίτι του ζωγράφου Ριβέρα και της περίφημης καλλιτέχνιδας Φρίντα Κάλο.
Μόλις πέντε εβδομάδες από την άφιξή του στο Μεξικό, ο Τρότσκι πληροφορήθηκε ότι ο μεγαλύτερος γιος του Λέων Σεντόφ, πέθανε ξαφνικά σε μια κλινική στο Παρίσι, συνέπεια επιπλοκών, ύστερα από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Σχεδόν ταυτόχρονα βρέθηκαν νεκροί και δυο παλαιοί γραμματείς του Τρότσκι, ο Ρούντολφ Κλέμεντ στο Παρίσι και ο ΄Ερβιν Βολφ στη Βαρκελώνη.
Ο Τρότσκι κατάλαβε πλέον ότι ήταν ένας «νεκρός επ’ αδεία», όπως έλεγε. Το σπίτι του Ριβέρα και της Κάλο, το οποίο ήταν κέντρο διερχομένων, δεν μπορούσε να προσφέρει την απαιτούμενη ασφάλεια στον εξόριστο ηγέτη. Τον Μάρτιο του 1939 ο Τρότσκι αγόρασε στο προάστιο Κογιοάκαν ένα σπίτι, το οποίο αμέσως μετέτρεψε σε απόρθητο φρούριο. Ένοπλοι φρουροί έλεγχαν την είσοδο και την έξοδο ενώ οι γύρω δρόμοι επιτηρούνταν από αστυνομικούς.
Παρά ταύτα στις 24 Μαΐου μια πάνοπλη ομάδα υπό την καθοδήγηση του ζωγράφου Σιγκουέιρος, εξέχοντος μέλους του μεξικάνικου Κ.Κ, κατάφερε να εξουδετερώσει τους αστυνομικούς, να εισβάλει στο σπίτι και να «γαζώσει» με πολυβόλα τα παράθυρα των δωματίων. Ο Τρότσκι διασώθηκε, ενώ ο μικρός του εγγονός τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι.
Εξαιτίας της επίθεσης Αμερικανοί οπαδοί του Τρότσκι ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την ασφάλεια του σπιτιού του. Τοποθέτησαν θωρακισμένες πλάκες σε παράθυρα και πόρτες, συρματόπλεγμα σε όλους τους εξωτερικούς τοίχους, κατασκεύασαν μεγάλο ειδικό καταφύγιο και ειδικό ηλεκτρικό σύστημα αυτόματου συναγερμού. Παράλληλα ενίσχυσαν τη φρουρά με περισσότερους άνδρες και βαρύτερο οπλισμό. Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να κρατήσει μακριά τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Άλλωστε, ο ανώτατος διοικητής του «Ειδικού Τμήματος Τρότσκι» της NKVD, στρατηγός Λέονιντ ΄Αϊτινγκον, υπό τον μανδύα του εκπροσώπου του σοβιετικού Ερυθρού Σταυρού, κατοικούσε κατά διαστήματα σε μια βίλλα πολύ κοντά στο σπίτι του στόχου του!
Ο΄Αϊτινγκον, συνέλαβε το σχέδιο να εισάγει έναν εκπαιδευμένο δολοφόνο μέσα στο περιβάλλον του Τρότσκι. Ήδη από το 1939 η Σύλβια Αγγέλοφ, οπαδός του Τρότσκι και αδελφή της τέως γραμματέως του εξόριστου ηγέτη γνώρισε, κατά το ταξίδι της από το Μεξικό στη Γαλλία, έναν εμφανίσιμο Καναδό επιχειρηματία ονόματι Φράνκ Τζάκσον.
Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για τον Ραμόν Μερκαντέρ, Ισπανό κομμουνιστή, βετεράνο του εμφυλίου πολέμου και γιο της Ισπανίδας πράκτορος της NKVD Καριντάντ ντελ Ρίο Χερνάντεζ. Επρόκειτο για τον «εκλεκτό» υποψήφιο δολοφόνο του Τρότσκι που πίστευε , όπως όλοι οι τότε πιστοί στη Σοβιετική Eνωση κομμουνιστές, ότι ο Τρότσκι ήταν προδότης του σοσιαλισμού και της πατρίδας, «ένα σκουλήκι που έχει πουληθεί στους φασίστες».
Ένα χρόνο μετά το ζευγάρι επέστρεψε στο Μεξικό. Ο Τζάκσον δεν βιάστηκε να πλησιάσει στο σπίτι του στόχου του. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των φρουρών δανείζοντας τους το πολυτελές αυτοκίνητό του και αναλαμβάνοντας με προθυμία οποιαδήποτε μικροεξυπηρέτηση.
Μετά από κάποιο διάστημα μπορούσε να κυκλοφορεί άνετα μέσα στο σπίτι. Στην αρχή περιοριζόταν να συναντά τον Τρότσκι στην αυλή και πάντα με την παρουσία τρίτων. Αργότερα τον παρακάλεσε να διορθώσει ένα σχέδιο πολιτικού άρθρου που επρόκειτο να γράψει
Στις 17 Αυγούστου ο Τζάκσον έδειξε στον Τρότσκι το σχέδιο του άρθρου. Ο ανυποψίαστος Τρότσκι τον κάλεσε να πάνε στο γραφείο του, ήταν δε η πρώτη φορά που ο Τζάκσον βρέθηκε μόνος μαζί του. Του υπέδειξε αρκετές τροποποιήσεις, λέγοντας αργότερα στη σύζυγό ότι το σχέδιο ήταν πρόχειρο, συγκεχυμένο και χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον.
Η δολοφονία
Στις 20 Αυγούστου ο Τζάκσον επέστρεψε φέρνοντας και το άρθρο του. Φορούσε ένα αδιάβροχο σφιγμένο στο σώμα του, παρά τον καλό καιρό. Στην εύλογη απορία της Ναταλίας για την αμφίεση του δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι στο Μεξικό οι καιρικές συνθήκες είναι πάντα απρόβλεπτες.
Στη συνέχεια της ζήτησε ένα ποτήρι νερό και αρνήθηκε το τσάι που του προσέφερε.
Ο Τρότσκι προφανώς δεν είχε όρεξη να διαβάσει το δυσνόητο άρθρο του. Απρόθυμα ωστόσο τον κάλεσε στο γραφείο του. Κάθισε στο γραφείο του και άρχισε την ανάγνωση.
Η ευκαιρία για τον Τζάκσον ήταν μοναδική. Άνοιξε το αδιάβροχό του, έβγαλε μια μικρή ορειβατική αξίνα και την κάρφωσε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του Τρότσκι.
Ο τελευταίος όμως, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, αναπήδησε και άρπαξε τον δολοφόνο, βγάζοντας ταυτόχρονα κραυγές πόνου.
Αμέσως οι γραμματείς και οι φρουροί έτρεξαν και άρχισαν να χτυπούν με λύσσα τον Τζάκσον. Θα τον σκότωναν σίγουρα αν ο μισολιπόθυμος Τρότσκι δεν τους φώναζε «Μην τον σκοτώνετε… Πρέπει να μιλήσει».
Ο τραυματίας χειρουργήθηκε εσπευσμένα στον εγκέφαλο. Το τραύμα ωστόσο ήταν πολύ βαρύ. Παρά τις προσπάθειες των ιατρών απεβίωσε την επομένη το απόγευμα, στις 21 Αυγούστου 1940.
Σύμφωνα με τον Τζαίημς Κάννον, γενικό γραμματέα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των ΗΠΑ και φίλου του Τρότσκι, τα τελευταία λόγια του Ρώσου ηγέτη ήταν:
«Δεν θα επιβιώσω απ’ αυτή την επίθεση. Ο Στάλιν κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει το έργο που αποπειράθηκε ανεπιτυχώς και πρωτύτερα».
Φυσικά η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε κάθε ανάμιξη στη δολοφονία.
Ο δολοφόνος, κατά την ανάκριση, ισχυρίστηκε ότι σκότωσε τον Τρότσκι με δική του πρωτοβουλία, καθώς τον θεωρούσε προδότη της σοσιαλιστικής ιδέας.
Η δίκη του διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 1943. Τότε η δημοφιλία του Στάλιν ήταν στο ζενίθ λόγω της συντριβής των Γερμανών στο Στάλινγκραντ. Το κλίμα αυτό γλύτωσε τον Μερκαντέρ από την κρεμάλα.
Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη. Κατά την παραμονή του στη φυλακή απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια. Πρόεδρος της επιτροπής φυλακών ήταν επί μακρό χρόνο η δρ. Εσθήρ Τσάπα. Η ίδια μάλιστα πρότεινε στον «υψηλό της προσκεκλημένο» την οργάνωση της απόδρασής του. Εκείνος όμως αρνήθηκε, καθώς πίστευε ότι ο Στάλιν θα του έκλεινε το στόμα.
Όταν αποφυλακίστηκε, παρελήφθη αμέσως από Τσέχους πράκτορες. Οδηγήθηκε στην Κούβα και στη συνέχεια στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί τα ίχνη του χάθηκαν για αρκετά χρόνια. Τελικά εντοπίστηκε να ζει στα περίχωρα της Πράγας έχοντας μια σύνταξη από την ΕΣΣΔ και το μετάλλιο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.
Στη συνεχεία εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο όπου και απεβίωσε, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός