Στις 17 Ιουλίου του 1945, τρεις μεγάλες προσωπικότητες συναντήθηκαν στην κατεστραμμένη, μεταπολεμική Γερμανία.
O Χάρι Τρούμαν, o Ουίνστον Τσόρτσιλ και o Τζόζεφ Στάλιν, συγκεντρώθηκαν στην πόλη Πότσνταμ, για να αποφασίσουν το μέλλον της ηττημένης χώρας.
Τον Τσόρτσιλ συνόδευε και ο πολιτικός του αντίπαλος στις εκλογές, Κλέμεντ Άτλι, ο οποίος περίμενε να μάθει αν θα γινόταν ο νέος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, όταν θα ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα των εκλογών, στις 25 Ιουλίου.
Οι κάλπες άνοιξαν και ο Άτλι πράγματι κέρδισε. Όμως ο έμπειρος Τσόρτσιλ είχε ήδη κερδίσει όσα ήθελε για τη Βρετανία και ο νέος πρωθυπουργός είχε περισσότερο τυπικό ρόλο στις διαδικασίες.
Ο Άτλι δεν ήταν ο μοναδικός “άπειρος” πολιτικός στη διάσκεψη.
Μόλις τρεις μήνες είχαν περάσει από την ανάληψη της αμερικάνικης προεδρίας από τον πρώην αντιπρόεδρο Χάρι Τρούμαν, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος μετά τον θάνατο του Φράνκλιν Ρούσβελτ.
Ο Τρούμαν όμως, αν και νέος στην ηγεσία, δεν δίστασε να πάει κόντρα στα σχέδια του προκάτοχού του, που άφηναν μεγάλες ελευθερίες στον Στάλιν, τον οποίον ο Τρούμαν δεν εμπιστευόταν καθόλου.
Τις μέρες εκείνες, ο Τρούμαν προκάλεσε μία απ’ τις μεγαλύτερες καταστροφές της πολεμικής ιστορίας και σόκαρε για πολλές δεκαετίες την παγκόσμια κοινή γνώμη. Έδωσε το “ok” για την εκτόξευση της ατομικής βόμβας εναντίον της Ιαπωνίας.
Οι αποφάσεις της διάσκεψης του Πότσνταμ
Βασικός στόχος της διάσκεψης ήταν να καταλήξουν οι ηγέτες σε ένα συγκεκριμένο πλάνο για το μέλλον της Γερμανίας και των χωρών που συμμάχησαν με τον Χίτλερ.
Λίγους μήνες πριν, στη Γιάλτα, ο Πρόεδρος Ρούσβελτ είχε συμφωνήσει σε όρους υπερβολικά θετικούς προς τη Σοβιετική Ένωση και τον Στάλιν, τους οποίους ο Τρούμαν προσπαθούσε να αλλάξει.
Τελικά οι ηγέτες των Συμμάχων κατέληξαν, ότι η Γερμανία θα χωριζόταν σε τέσσερα κομμάτια, τα οποία θα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και ένα μικρό κομμάτι για τη Γαλλία.
Η πρωτεύουσα, το Βερολίνο, θα χωριζόταν εκ νέου σε τέσσερα κομμάτια, τα οποία βέβαια με την πάροδο του χρόνου μειώθηκαν σε δύο, το Ανατολικό και Δυτικό Βερολίνο.
Οι ηγέτες συμφώνησαν στην ανάγκη αποστρατικοποίησης της χώρας. Η Γερμανία έπρεπε να αφοπλιστεί, τα εργοστάσια να καταστραφούν και τα υποβρύχια να βυθιστούν.
Ό,τι στρατιωτικός εξοπλισμός θα απέμενε, θα μοιραζόταν ισότιμα μεταξύ των Συμμάχων.
Τις ίδιες συνέπειες έπρεπε να υποστεί και η βιομηχανία. Θα καταστρέφονταν ναυπηγεία, εργοστάσια και κάθε άλλο μέσο που θα μπορούσε να προσφέρει χρήματα και ανάπτυξη στο γερμανικό λαό, ο οποίος θα μπορούσε πλέον να ασχοληθεί μόνο με γεωργικές ασχολίες και ελαφρά βιομηχανία.
Θα σχηματιζόταν επιτροπή που θα αναλάμβανε τη δίκαιη τιμωρία των Ναζί εγκληματιών πολέμου, θα επαναφέρονταν όλες οι περιοχές που προσαρτήθηκαν από τη Γερμανία και θα απομακρύνονταν οι Γερμανοί που βρίσκονταν στην ανατολική Ευρώπη.
Η Σοβιετική Ένωση θα αποζημιωνόταν από το τμήμα της Γερμανίας που κατείχε, αλλά θα λάμβανε και το περισσευούμενο 10% από τα δυτικά τμήματα.
Όσο για τις χώρες που συμμάχησαν με τη Γερμανία, όπως η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Φινλανδία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, προβλεπόταν υπογραφή συνθηκών ειρήνης.
Η ατομική βόμβα
Ο πόλεμος στην Ευρώπη μπορεί να είχε λήξει, αλλά στον Ειρηνικό Ωκεανό συνεχιζόταν ακάθεκτος.
Μία από τις αποφάσεις της Διάσκεψης ήταν η απαίτηση των Συμμάχων απ’ την Ιαπωνία για άμεση παράδοση.
Η απαίτηση αγνοήθηκε από τους Ιάπωνες.
Στις 24 Ιουλίου, ο Τρούμαν είχε λάβει αναλυτική έκθεση που περιέγραφε τα αποτέλεσμα της πρώτης πυρηνικής έκρηξη και αποκάλυψε στον Στάλιν την ύπαρξη ενός πανίσχυρου όπλου.
Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης έδειξε να μην ταράσσεται ιδιαίτερα και απλώς ευχήθηκε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της Ιαπωνίας.
Πράγματι, στις 6 Αυγούστου, μόλις τέσσερις μέρες μετά τη λήξη της Διάσκεψης στο Πότσνταμ, οι Αμερικάνοι βομβάρδισαν τη Χιροσίμα.
Η βόμβα έπεσε στο Ναγκασάκι τρεις μέρες αργότερα και οι Ιάπωνες, σοκαρισμένοι, υπέγραψαν παράδοση άνευ όρων στις 2 Σεπτεμβρίου.
Ο ψυχρός πόλεμος και η ανατροπή του Πότσνταμ
Η αντιπαλότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης οδήγησε στον Ψυχρό Πόλεμο.
Σχεδόν αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης, οι ηγέτες χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία απ’ τη μία πλευρά και τη Σοβιετική Ένωση απ’ την άλλη.
Ο Τρούμαν ήταν διατεθειμένος να παραβεί κάθε απόφαση της Συνθήκης, για να αποδυναμώσει τον αντίπαλο Στάλιν, τον οποίο θεωρούσε πλέον, πολύ πιο επικίνδυνο από μία πιθανή ανάκαμψη της Γερμανίας.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία, θα επέβλεπε τη μεταφορά τεράστιων χρηματικών ποσών στη Γερμανία και στην Ιαπωνία, με στόχο να ανοικοδομήσει τις κατεστραμμένες οικονομίες τους, να κατοχυρώσει την παρουσία τους στο δυτικό καπιταλισμό και να δημιουργήσει αγορές στην Ευρώπη για τα αμερικάνικα προϊόντα.
Η Γερμανία πήρε τεράστια ποσά, τα δάνειά της διευθετήθηκαν ώστε να μην είναι βάρος στην ανάπτυξη και σε μερικά χρόνια είχε ανακάμψει πλήρως, ενώ η βιομηχανία της ήταν η πιο ισχυρή στην Ευρώπη.