Τον Αύγουστο του 1949 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) είχε περιέλθει σε δεινή θέση. Σε στρατιωτικό επίπεδο, μετά από απανωτές αποτυχίες είχε περιοριστεί στο λεγόμενο «Κράτος του Γράμμου» και έπασχε πολύ σοβαρά στον τομέα του ανεφοδιασμού και των εφεδρειών. Σε πολιτικό επίπεδο η επιλογή του ΚΚΕ, κατόπιν πίεσης της Μόσχας, να λάβει θέση υπέρ της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη διαμάχη της πρώτης με τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Τίτο αποδείχθηκε καταστροφική.
Στις 11 Ιουλίου 1949 το Βελιγράδι αποφάσισε το κλείσιμο των συνόρων του με τη χώρα μας. Αυτό πρακτικά απέκοπτε τον ΔΣΕ από τις βάσεις ανεφοδιασμού και του στερούσε τα στρατόπεδα εκπαίδευσης που είχε ιδρύσει στο γιουγκοσλαβικό έδαφος.
Επιπλέον η επιμονή της πολιτικής ηγεσίας να μετατρέψει τις ανταρτικές ομάδες σε τακτικό λαϊκό στρατό στέφθηκε από πλήρη αποτυχία.
Οι μεγάλες μονάδες που προέκυψαν δεν είχαν το πλεονέκτημα της ευελιξίας, της ευκαμψίας και της ταχείας κίνησης (χαρακτηριστικά των αντάρτικων σχηματισμών). Άλλωστε η απόφαση για διατήρηση βάσεων (Βίτσι-Γράμμος) καθήλωσε τις μονάδες αυτές σε μια στατική άμυνα. Ως αποτέλεσμα ο ΔΣΕ αναλώθηκε σε μάχες εκ παρατάξεως με δυσαναπλήρωτες φθορές προσωπικού και υλικού.
Από την άλλη πλευρά η κατάσταση ήταν ευοίωνη.
Τον Ιανουάριο του 1949 ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ανέλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αποτελούμενης από όλες τις μη αριστερές πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης ήταν η επιλογή του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου για τη θέση του αρχιστρατήγου του ΕΣ, με ευρύτατες δικαιοδοσίες.
Ο Παπάγος είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για τη διεύθυνση και τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων, για τη σύνθεση και τη συγκρότηση των μονάδων, για τις τοποθετήσεις και τις προαγωγές των αξιωματικών, ενώ θα μπορούσε να ανακαλεί στην ενέργεια όποιον απόστρατο αξιωματικό επιθυμούσε.
Παράλληλα αποφασίστηκε η διάλυση του Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης στο οποίο συμμετείχαν, με δικαίωμα ψήφου, αρχικά οι Βρετανοί και στη συνέχεια οι Αμερικανοί.
Έτσι φθάσαμε στον απόλυτο συγκεντρωτισμό του ενός, ο οποίος σε στρατιωτικά θέματα δεν έδινε λογαριασμό ούτε στην κυβέρνηση, ούτε στους Αμερικανούς οι οποίοι περιορίστηκαν στον συμβουλευτικό τους ρόλο.
Ο Παπάγος επέβαλλε αυστηρότατη πειθαρχία στο στράτευμα και ιδιαίτερα στους διοικητές των μεγάλων σχηματισμών. Ακόμη εμφύσησε ένα νέο επιθετικό πνεύμα και εφάρμοσε ευρέως την αρχή της συγκέντρωσης των δυνάμεων.
Επιπλέον ο ΕΣ είχε αρχίσει να παραλαμβάνει άφθονο σύγχρονο πολεμικό υλικό, καθώς και κάθε είδους εφόδια από τις ΗΠΑ, και το ένοπλο προσωπικό είχε αρχίσει να εκπαιδεύεται εντατικά στη χρήση τους. Ακόμα η ευρεία στρατολογία που είχε εφαρμοστεί πέτυχε κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή της τελικής προσπάθειας να αποφέρει περίπου 300.000 άνδρες υπό τα όπλα
Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΣ σε Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και σε άλλες περιοχές της χώρας, ήταν φανερό πως τα πράγματα όδευαν προς την τελική σύγκρουση.
Ο ΕΣ είχε καταφέρει να απαγκιστρώσει ισχυρές δυνάμεις από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και να τις στρέψει προς τον Γράμμο και το Βίτσι, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των ανταρτικών δυνάμεων.
Στην τελική σύγκρουση ο ΕΣ μπορούσε να υπολογίζει σε οκτώ μεραρχίες, 14 ελαφρά συντάγματα πεζικού, 150 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα, 200 άρματα μάχης και ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα και περισσότερα από 100 μαχητικά και ελαφρά βομβαρδιστικά αεροσκάφη.
Σύνολο δύναμης 150.000 άνδρες.
Απέναντι σε αυτή τη μεγάλη δύναμη του αντιπάλου ο ΔΣΕ είχε να αντιπαρατάξει μόνο περίπου 9.000 μαχητές στο Βίτσι και περίπου 6.500 μαχητές στον Γράμμο.
Από το 1947 ο Γράμμος και το Βίτσι κατέχονταν από τους αντάρτες οι οποίοι την είχαν οχυρώσει με ένα δαιδαλώδες δίκτυο πολυβολείων, συρματοπλεγμάτων, καταφύγιων ναρκοπεδίων και κάθε είδους αμυντική κατασκευή η οποία μεγιστοποιούσε στο έπακρο τις φυσικές δυσκολίες του χώρου.
Η περιοχή ονομάζονταν «Ελεύθερη Ελλάδα». Η συνολική της έκταση έφθανε τα 1.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα ενώ ο πληθυσμός της-πολίτες και αντάρτες-έφθανε τις 45.000-50.000 άτομα. Εκεί βρίσκονταν οι έδρες της «κυβέρνησης» των ανταρτών, του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, καθώς και του ΚΚΕ.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΥΡΣΟΣ
Το σχέδιο των επιχειρήσεων του ΕΣ είχε την κωδική ονομασία «Πυρσός». Προβλεπόταν να διεξαχθεί σε τρεις φάσεις.
«Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου): Στη φάση αυτή προβλέπονταν παραπλανητικές επιθέσεις στον Γράμμο, με σκοπό να δημιουργηθεί η αίσθηση στον ΔΣΕ ότι εκεί θα εκδηλωνόταν η κύρια επίθεση του αντιπάλου και να καθηλωθούν οι δυνάμεις του.
«Πυρσός Β΄»(10-16 Αυγούστου): Η φάση αυτή του σχεδίου προέβλεπε ότι η κύρια ενέργεια του ΕΣ, μετά την εφαρμογή του «Πυρσός Α΄», θα εξελισσόταν στην περιοχή του Βίτσι με σκοπό την κατάληψή της και την εξόντωση των ανταρτών.
«Πυρσός Γ΄» (24-30 Αυγούστου): Η φάση αυτή προέβλεπε αποφασιστική ενέργεια στην περιοχή του Γράμμου, με σκοπό την κατάληψή της και την εξολόθρευση των ανταρτικών δυνάμεων, καθώς και απόφραξη των αλβανικών συνόρων, για να μην υπάρχει καμία διέξοδος στις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Από την άλλη πλευρά οι αντάρτες θα αντέτασσαν ενεργητική άμυνα η οποία θα συνίστατο στην άμεση εκτόξευση αντεπιθέσεων για ανακατάληψη χαμένων στρατηγικών σημείων. Δράση στα μετόπισθεν του εχθρού και αποκοπή των συγκοινωνιών του, ώστε ο τελευταίος να καθηλώσει αρκετές δυνάμεις και να μην τις διοχετεύσει στην κύρια επίθεση του.
Σε περίπτωση που ένα στρατηγικό σημείο πιεζόταν πολύ οι αντάρτες θα εκτόξευαν αντεπιθέσεις σε διαφορετικά σημεία ώστε να ανακουφίσουν τους αμυνόμενους συμπολεμιστές τους.
Σε μια ευνοϊκή στιγμή των επιχειρήσεων το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών μπορούσε να αποφασίσει μαζικό συγκεντρωτικό χτύπημα για ανατροπή του εχθρού.
Το σχέδιο αντιμετώπισης της επίθεσης ήταν άρτιο πλην όμως ο ΔΣΕ στερείτο των απαραίτητων εφεδρειών για τη διενέργεια αντεπιθέσεων.
Οι δύο πρώτες φάσεις της επιχείρησης «Πυρσός» πέτυχαν τους αντικειμενικούς σκοπούς τους παρά την ηρωική αντίσταση των ανταρτών. Το Βίτσι έπεσε και απέμενε η διεξαγωγή της τρίτης και τελευταίας φάσης, με την οποία πιστευόταν ότι θα δινόταν το τελειωτικό χτύπημα κατά του ΔΣΕ.
Από πλευράς του τελευταίου, έτσι όπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση «νίκη» θα ήταν η απόκρουση των δυνάμεων του ΕΣ και η πρόκληση μεγάλων απωλειών σε αυτόν, ώστε στο τέλος να αναγκαστεί η ηγεσία του-ακριβώς λόγω των μεγάλων απωλειών-να διατάξει τη διακοπή των επιχειρήσεων.
Μια τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στον ΔΣΕ και κατ’ επέκταση στο ΚΚΕ να διατηρήσει τις θέσεις του στην περιοχή, ευελπιστώντας για κάτι καλύτερο στο μέλλον, που δεν θα ήταν άλλο από τη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της περιοχής από τη Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες.
Το πόσο ουτοπική ήταν η επίτευξη αυτών των στόχων είναι πασιφανές. Οι προοπτικές για τον καταπονημένο ΔΣΕ διαγράφονταν ζοφερές.
Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου η επιχείρηση «Πυρσός Γ΄» «έβαλε φωτιά» στον Γράμμο.
Μετά τις κατάλληλες προωθήσεις των μεραρχιών του ΕΣ στις 0.5.30 τις 25ης Αυγούστου εξαπολύθηκε η κύρια επίθεση υπό τα βλέμματα του βασιλιά Παύλου και του επικεφαλής της Αμερικανικής Αποστολής στην Ελλάδα στρατηγού Τζέημς Βαν Φλητ.
Προς το μεσημέρι και ενώ οι επίσημοι γευμάτιζαν πρόχειρα στο παρατηρητήριο της Αμμούδας, έφθασε η πληροφορία ότι η Ι Μεραρχία είχε καταλάβει το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Τσάρνο.
Τότε ο Τσακαλώτος τσούγκρισε ένα ποτήρι κρασί με τον επιτελάρχη του υποστράτηγο Κετσέα φωνάζοντας: «Ζήτω το Έθνος!».
Αμέσως μετά στράφηκε προς τον βασιλιά Παύλο και του είπε: «Μεγαλειότατε η μάχη εκρίθη. Ουσιαστικώς ο Γράμμος έπεσε».
Στην πραγματικότητα η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά, αφού οι δυνάμεις του ΕΣ αντιμετώπισαν πολύ σοβαρές δυσκολίες από τη μορφολογία του εδάφους, την πληθώρα των ναρκοπεδίων, την καλά οργανωμένη αμυντική οχύρωση και την αποφασιστική άμυνα που αντέταξε ο ΔΣΕ.
Όμως η επιμονή των ανδρών του ΕΣ και η αριθμητική τους υπεροχή δεν έδινε καμία πιθανότητα στους αντάρτες για αναχαίτιση.
Τελικά οι επιτιθέμενοι ξεπέρασαν τις δυσκολίες και με τολμηρές ενέργειες πέτυχαν τους στόχους τους.
Η ηγεσία των ανταρτών αντιλήφθηκε τον μεγάλο κίνδυνο που αντιμετώπιζε, δηλαδή αυτόν της παγίδευσης του συνόλου των δυνάμεων της.
Αμέσως συνεδρίασε το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ και αποφάσισε την διαφυγή του ΔΣΕ στην Αλβανία, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε (όχι για το σύνολο των δυνάμεων) κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Το βράδυ της 27ης Αυγούστου τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας άναψαν τεράστιες φωτιές κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων για να σημάνουν τη νίκη του ΕΣ και τη λήξη των πολεμικών συγκρούσεων. Αυτό όμως δε σήμαινε και το τέλος του εμφυλίου που συνεχίσθηκε σε κοινωνικό επίπεδο για πολλά χρόνια.