Στις 15 Ιουνίου 1994 ο Μάνος Χατζιδάκις κατέληξε μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία και βύθισε σε θλίψη τους Έλληνες.
Ο Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη και από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική. Σε ηλικία 4 ετών ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και ακορντεόν, καθώς ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και η οικογένεια ήταν ευκατάστατη.
«Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου», ανέφερε αργότερα για τους γονείς του, που χώρισαν όταν ήταν οκτώ ετών.
Από τα πλούτη στη φτώχεια
Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα και ο Μάνος μετακόμισε με τη μητέρα του και την αδερφή του στην Αθήνα.
Το ξέσπασμα του πολέμου και αργότερα η κατοχή έφερε τη μέχρι τότε ευκατάστατη οικογένεια, αντιμέτωπη με τη φτώχεια.
Ο Χατζιδάκις αναγκάστηκε να κάνει δουλειές του ποδαριού για να συνδράμει οικονομικά στα έξοδα του σπιτιού.
Εργάστηκε στο εργοστάσιο Φιξ, στο λιμάνι του Πειραιά και ως βοηθός νοσοκόμος στο στρατιωτικό νοσοκομείο.
Το πρώτο του μουσικό κοινό ήταν οι τραυματισμένοι φαντάροι που είχαν επιστρέψει από το αλβανικό μέτωπο.
«Ως συμπεριφορά είμαι μεγαλοαστός, ως καλλιέργεια είμαι ποιητής και ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία είμαι λαϊκός»
Το 1944 έκανε την πρώτη του σύνθεση για μια θεατρική παράσταση του Κάρολου Κουν με τον οποίο είχε αναπτύξει μια καλή σχέση και τον είχε παροτρύνει να ασχοληθεί με τη μουσική. Την περίοδο εκείνη γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος, τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, τον Τσαρούχη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη και παράλληλα άρχισε να ακούει ρεμπέτικα. Τότε συναντήθηκε και έγινε φίλος με τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Ο Χατζιδάκις γοητεύτηκε από το περιεχόμενο των ρεμπέτικων τραγουδιών, που όπως έλεγε ήταν τα «underground» τραγούδια της Ελλάδας.
Όταν τα ρεμπέτικα έγιναν μόδα και βγήκαν από το περιθώριο, ο Χατζιδάκις τα αποστρέφεται, όπως έκανε και με τα ελαφρά ρομαντικά τραγούδια που είχε γράψει για τις ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ο ίδιος θεωρούσε ότι του είχαν προσδώσει μια λαϊκότητα και δεν του άρεσε.
Ανάμεσα στα καλύτερα τραγούδια του είναι το «Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι», «Θάλασσα πλατιά», «Μια πόλη Μαγική» «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» και τα «Παιδιά του Πειραιά», το οποίο συμπεριλήφθηκε στα 10 πιο εμπορικά τραγούδια του 20ου αιώνα, αλλά ο Χατζιδάκις το απεχθανόταν.
Παρόλο που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής το 1960 για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» και έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο, ο Χατζιδάκις δεν ενθουσιάστηκε με τη διάκρισή του στα Όσκαρ.
«Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», είχε αναφέρει.
Ο ίδιος θεωρούσε ότι τα «Παιδιά του Πειραιά» δεν ήταν αντιπροσωπευτικό τραγούδι της μουσικής του και δυσανασχετούσε όταν το άκουγε στο ραδιόφωνο.
Το είχε γράψει ύστερα από πολλές πιέσεις των συντελεστών της ταινίας. Με την πρώτη ευκαιρία πούλησε τα δικαιώματα του τραγουδιού για να φτιάξει τα δόντια του, που του τα είχαν σπάσει την περίοδο της κατοχής.