Μια από τις τραγικές παραμέτρους της τουρκικής εισβολής, είναι ο μεγάλος αριθμός των αγνοουμένων που για χρόνια κανείς δεν γνώριζε αν ζουν ή πέθαναν.
Ο αρχικός αριθμός των αγνοουμένων προσώπων ήταν 1619 μεταξύ των οποίων άμαχοι, γυναίκες και μικρά παιδιά.
Ο τελικός αριθμός ήταν 1510 Ελληνοκύπριοι και 492 Τουρκοκύπριοι, εκ των οποίων μέχρι σήμερα ταυτοποιήθηκαν 632 και 193 αντίστοιχα.
Με βάση αποδεικτικά στοιχεία εξαφανίστηκαν κατά την τουρκική εισβολή στις περιοχές που κατέλαβαν τα τουρκικά στρατεύματα. Για πολλούς αγνοούμενους υπάρχουν μαρτυρίες από αυτόπτες και διεθνείς Οργανισμούς, που βεβαιώνουν πως συνελήφθησαν από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής ή ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων κατά τη διάρκεια των μαχών ή και μετά τη λήξη των εχθροπραξιών και για ένα χρονικό διάστημα κρατούντο από τους Τούρκους ως αδήλωτοι αιχμάλωτοι και όμηροι.
Στις 28 Οκτωβρίου 1974, επέστρεψαν οι τελευταίοι αιχμάλωτοι Κύπριοι από τις φυλακές της Τουρκίας.
Για αυτόν τον λόγο η Κυπριακή Βουλή αποφάσισε το 2010 πως η 29η Οκτωβρίου είναι η μέρα μνήμης των αγνοουμένων, αφού από την 29η Οκτωβρίου 1974 σταμάτησαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους οι αιχμάλωτοι.
Αν και η Τουρκία αρνείται να βοηθήσει στον εντοπισμό συγκεκριμένων προσώπων, στις 20 Νοεμβρίου 1974 εντοπίζονται και ελευθερώνονται οι Γεώργιος Κάιζερ, από τη Κερύνεια , Μιχαήλ Φραγκόπουλος, από το Μπέλλαπαϊς, Μιχαήλ Ποντικού, από τη Μόρφου, Κλεάνθης Χαραλάμπους, από τη Λακατάμεια, και Ανδρέας Κατσούρης από τους Στύλλους Αμμοχώστου, που ήταν αιχμάλωτοι στις τουρκικές φυλακές Σεραϊου.
Έξι μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1975, εντοπίζονται οι Χαράλαμπος Μοσχοβίας από την Άχνα, ο οποίος κρατείτο στις τουρκικές φυλακές Σεραϊου και αργότερα στην Κερύνεια, Στέλιος Γρηγοράκης από την Κρήτη που κατάφερε να δραπετεύσει και κρυβόταν σε σπηλιά στη περιοχή της Καρπασίας.
Το 1981 συστάθηκε η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε., όμως για δύο περίπου δεκαετίες έμεινε ανενεργός αφού η Τουρκία δεν έδινε στοιχεία για την ανεύρεση των αγνοουμένων.
Ο μικρότερος αγνοούμενος της εισβολής
Ο πιο μικρός αγνοούμενος της εισβολής, ήταν μόλις έξι μηνών. Ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους από το Τραχώνι ταυτοποιήθηκε μόλις το 2015, όταν βρέθηκε σε ομαδικό τάφο μαζί με τη μητέρας του Αγγελική, τις θείες του, Σούλα Α. Θεμιστοκλέους μόλις 11 ετών, Μάρω Α. Θεμιστοκλέους 19 ετών, Θεμιστούλα Α. Θεμιστολέους 21 ετών, καθώς και της μητέρας των κοριτσιών, Ελένης Α. Θεμιστοκλέους.
Ο θείος του, Παναγιώτης, εξομολογήθηκε τη μέρα της κηδείας:
«Τρέχαμε να εγκαταλείψουμε το Τραχώνι με κατεύθυνση το Παλαίκυθρο εννέα άτομα. Εγώ και ο πατέρας μου ήμασταν στον δρόμο και οι υπόλοιποι μέσα στο χωράφι σε απόσταση περίπου μιας σκάλας. Ερχόταν μια άμαξα με τρακτέρ και με τον πατέρα μου φωνάξαμε και στους υπόλοιπους να έρθουν να ανέβουν στην καρότσα για να φύγουμε όλοι μαζί. Εκείνη την ώρα ήρθε ο ξάδελφός μου και μας είπε ότι ο πατέρας του ήταν τραυματισμένος στο πόδι. Ακούστηκαν πυροβολισμοί και είδαμε και άρματα μάχης στον δρόμο της Αμμοχώστου. Μετά από εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε τι έγινε. Ο οδηγός του τρακτέρ μας οδήγησε στον Λυθροδόντα και από τότε προσπαθούσαμε να μάθουμε τι απέγιναν».
Τα οστά της οικογένειας που ξεκληρίστηκε, βρέθηκαν στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου κοντά στο χωριό Τραχώνι. Ο πατέρας του μικρού Ανδρέας, «γλίτωσε» καθώς υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια της εισβολής.
Δίπλα από τα οστά και τα ρούχα του μικρού Ανδρέα, βρέθηκε και η πιπίλα του, μάρτυρας της ηλικίας του.