Ο Δεκέμβριος του 1803 βρήκε τους Σουλιώτες εξαντλημένους από τις κακουχίες. Για αρκετό καιρό αντιστέκονταν σθεναρά στον Αλή Πασά που τους πολιορκούσε.
Η κούραση και η πείνα είχαν καταβάλει τους ανυπότακτους ορεσίβιους Θεσπρωτούς και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί του.
Συμφώνησαν να εγκαταλείψουν τα χωριά του Σουλίου και εκείνος να μην τους πειράξει.
Τηρώντας τη συμφωνία, οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και άρχισαν να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους.
Ο Αλή Πασάς όμως, δεν κράτησε τον λόγο του και έστειλε περίπου 3.000 Τουρκαλβανούς να τους καταδιώξουν.
Η μια ομάδα, με αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα, κατευθύνθηκε προς την κορυφή του όρους Ζάλογγο, ενώ η άλλη κινήθηκε προς την Πάργα.
Σώμα πολλών Τουρκαλβανών με αρχηγούς τους Μπεκίρ Τζογαδούρο, Άγο Μουχουρδάρη και Μέτζο Μπόνο τους έστησαν ενέδρα, αλλά συνάντησαν αναπάντεχη αντίσταση.
Οι Σουλιώτες αμύνθηκαν με πάθος, αλλά η μάχη ήταν άνιση και δεν κατάφεραν να αντέξουν πολύ. Ανάμεσά τους ήταν και περίπου 60 γυναίκες, πολλές από τις οποίες σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
Οι Σουλιώτισσες γνώριζαν καλά ότι μια από τις τακτικές του Αλή Πασά ήταν ο εξευτελισμός των γυναικών, που τις άρπαζε και τις πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα τις Τουρκίας.
Για να αποφύγουν τη σκλαβιά και τους αναπόφευκτους βιασμούς, αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, αλλά και στη ζωή των παιδιών τους.
Υπολογίζεται ότι, στις 18 Δεκεμβρίου, μία μία, στέκονταν στην άκρη του γκρεμού. Έριχναν πρώτα τα παιδιά τους και στη συνέχεια έπεφταν και αυτές.
Λέγεται ότι ήταν πιασμένες από το χέρι, δίνοντας την εντύπωση ότι χορεύουν. Τραγουδούσαν το τραγούδι «Έχε γειά, καημένε κόσμε».
Η ιστορική έρευνα για το συγκεκριμένο τραγούδι δείχνει ότι γράφτηκε μετά το περιστατικό.
Η αμφισβήτηση
Ο θάνατος των γυναικών στο Σούλι θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες πράξεις αυτοθυσίας της προεπαναστατικής περιόδου.
Η ιστορικός Μαρία Ρεπούση, αμφισβήτησε με τον τρόπο της το ιστορικό γεγονός, χαρακτηρίζοντάς το «εθνικό μύθο». Σε ραδιοφωνική συνέντευξή της είπε: «Μέσα στην ιστορία και τη διαδρομή, κάθε λαός που χειρίζεται την ιστορία του και για συγκεκριμένους λόγους, δημιουργεί διάφορους εθνικούς μύθους, οι οποίοι χρειάζονται για εθνικοπατριωτικούς λόγους».
Η δήλωσή της προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και εκείνη δεν θέλησε να γίνει πιο σαφής.
Πάντως, αρκετές είναι οι αναφορές στο γεγονός από ιστορικούς, αλλά και περιηγητές της εποχής στην περιοχή, που κατέγραψαν τις πληροφορίες.
Στις αναφορές αυτές, υπάρχουν λεπτομέρειες που διαφέρουν, όπως ο αριθμός των γυναικών και το κατά πόσο υπήρξε χορός πριν από την πτώση. Όμως το ιστορικό γεγονός της αυτοκτονίας για να μην πέσουν σκλάβες μαζί με τα παιδιά τους στα χέρια των Τούρκων, επιβεβαιώνεται από όλους.
Οι ιστορικές αναφορές
Η μοναδική συγκεκριμένη μαρτυρία για τον Χορό του Ζαλόγγου προέρχεται από τον αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά, αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού.
Το αφηγήθηκε στον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι, ο οποίος τη συμπεριέλαβε σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1828 με τις αναμνήσεις του από την αυλή του Αλή Πασά.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία του θανάτου τόνιζε τον ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».
Ο Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής Γιάκοπ Μπαρτόλντι (1779 – 1825) είναι ο πρώτος που κατέγραψε το γεγονός μεταξύ 1803 και 1804, ενώ βρισκόταν στα Ιωάννινα, χωρίς να αναφέρεται στον χορό.
Ο αγωνιστής του ‘21 και συγγραφέας απομνημονευμάτων Χριστόφορος Περραιβός (1773 – 1863) είναι ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που αναφέρεται στο Χορό του Ζαλόγγου στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας» (1815). Στην έκδοση, όμως, του 1857 δεν κάνει αναφορά σε χορό.
Το 1888 ο Συριανός λόγιος και ιστορικός Περικλής Ζερλέντης (1852-1925) διατύπωσε επιφυλάξεις και αμφιβολίες για τον Χορό του Ζαλόγγου, ύστερα από επιτόπια έρευνα, χωρίς να αμφισβητεί το γεγονός της αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών.
Χρόνια αργότερα, ο φιλόλογος Αλέξης Πολίτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υποστήριξε σε άρθρο του στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (2005), ότι το τραγούδι που συνόδευε το χορό, το πασίγνωστο «Έχε γειά, καημένε κόσμε» αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1908.
Το τραγούδι του Ιωάννη Θ. Σακελλαρίδη το οποίο περιγράφει το ιστορικό γεγονός, διαδόθηκε τα νεώτερα χρόνια και εντάχτηκε στη δημοτική παράδοση.
Ενώ ζούσε ακόμα ο Σακελλαρίδης θεωρήθηκε από πολλούς δημοτικό, και γι΄αυτό όσες φορές τραγουδήθηκε αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο.