Γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1829 και το πραγματικό του όνομα ήταν Γκογιαλέ – στη γλώσσα των Απάτσι σήμαινε: «αυτός που χασμουριέται».
Ο μύθος των Ινδιάνων έλεγε ότι ο Τζερόνιμο είχε φάει καρδιά ελαφιού για να του δώσει ταχύτητα και αντοχή στο κυνήγι.
Η σφαγή της οικογένειάς του
Στις 6 Μαρτίου του 1851, μια διμοιρία Μεξικάνων, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Χοσέ Καράσκο, επιτέθηκε στην κατασκήνωση των Ινδιάνων.
Οι άντρες έλειπαν για κυνήγι και στην κατασκήνωση βρίσκονταν μόνο τα γυναικόπαιδα και ελάχιστοι φύλακες.
Οι Μεξικάνοι σκότωσαν τους φύλακες, έκλεψαν τα άλογα και ισοπέδωσαν την κατασκήνωση.
Δεν λυπήθηκαν ούτε τις γυναίκες και τα παιδιά. Σκότωσαν τη μητέρα του Τζερόνιμο, τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους.
Η οργή του Ινδιάνου ήταν τρομερή
Ο θρύλος λέει ότι κυνήγησε τη διμοιρία και τους επιτέθηκε, οπλισμένος μόνο με ένα μαχαίρι.
Οι σφαίρες έπεφταν σαν βροχή, αλλά ούτε μία δεν τον πέτυχε.
Οι Μεξικάνοι τρομοκρατημένοι, άρχισαν να προσεύχονται στον Άγιο Τζερόνιμο για βοήθεια.
Έτσι πήρε το όνομά του ο θρυλικός μαχητής. Η θεία βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Ο Τζερόνιμο τους σκότωσε όλους και πήρε εκδίκηση για τη σφαγή της οικογένειάς του.
Η παράνομη μάχη για την ελευθερία
Το 1876, ο αμερικάνικος στρατός αποφάσισε να συγκεντρώσει όλους τους Απάτσι στην περιοχή του Σαν Κάρλος στην Αριζόνα.
Οι διασκορπισμένες ομάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους και να μετακομίσουν.
Οι αρχηγοί των Απάτσι δέχτηκαν την πρόταση των Αμερικάνων για να αποφύγουν διαμάχες με το στρατό.
Ο Τζερόνιμο, όμως, δεν φοβήθηκε.
Συγκέντρωσε ομάδα 38 ατόμων – ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα – και κρύφτηκε στα βουνά.
Προτιμούσε να ζει ελεύθερος και κυνηγημένος, παρά εγκλωβισμένος από τον αμερικάνικο στρατό.
Η ομάδα του έκανε συνεχώς επιδρομές στις πόλεις και τα χωριά, τρομοκρατώντας τους Αμερικάνους.
Κάθε μέρα δημοσιευόταν κι άλλη μία επίθεση του Απάτσι, που έσπερνε το θάνατο.
Τον αποκαλούσαν «ο χειρότερος Ινδιάνος που έζησε ποτέ» και του απέδιδαν μυθικές δυνάμεις.
Οι Αμερικάνοι είχαν στείλει ομάδες να τους συλλάβουν, αλλά όλες οι προσπάθειες αποτύγχαναν.
Τότε εμφανίστηκε ο υπολοχαγός Τσαρλς Γκέιτγουντ.
Μιλούσε τη γλώσσα των Απάτσι, γνώριζε πολύ καλά τις συνήθειες τους και είχε φοβερή υπομονή.
Κυνήγησε την ομάδα των Ινδιάνων χωρίς σταματημό. Δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Δεν είχαν χρόνο για επιδρομές, ούτε να βρουν φαγητό.
Η ομάδα άρχισε να εξαντλείται και ο Τζερόνιμο συνειδητοποίησε ότι αν συνέχιζε, θα έθετε σε κίνδυνο τις ζωές των υπολοίπων.
Ο θρυλικός Ινδιάνος παραδόθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1886.
Ο διάσημος αιχμάλωτος πολέμου
Ο Τζερόνιμο και η ομάδα του μεταφέρονταν από φυλακή σε φυλακή.
Δεν τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στην περιοχή τους και χώρισαν τον Τζερόνιμο από τους υπόλοιπους.
Ο κόσμος είχε εντυπωσιαστεί με το θρύλο του Ινδιάνου και ζητούσε να τον δει από κοντά.
Το 1905, ο Τζερόνιμο εξέδωσε την αυτοβιογραφία του και άρχισε να κάνεις τακτικές δημόσιες εμφανίσεις. Το κοινό τον λάτρευε.
Έβγαζαν φωτογραφίες μαζί του, αγόραζαν αναμνηστικά των Απάτσι και τον αντιμετώπιζαν σαν τουριστικό αξιοθέατο.
Πήρε μέρος και σε παραστάσεις της Άγριας Δύσης, όπου επιδείκνυε τις πολεμικές του δεξιότητες.
Πέθανε από πνευμονία στις 17 Φεβρουαρίου του 1909. Ήταν 80 ετών.
Λίγο πριν ξεψυχήσει, μίλησε στον ανιψιό του και αποκάλυψε τη σκέψη που τον τυραννούσε: «Δεν έπρεπε να παραδοθώ. Έπρεπε να παλέψω μέχρι την τελευταία μου πνοή».