ΠΗΓΗ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ
Ο Ακίρα Κουροσάβα καταγόταν πράγματι από Σαμουράι.
Ένας πρόγονός του από την πλευρά του πατέρα του, ο Άμπε Σαντάτο, υπήρξε πολεμιστής Σογκούν του 11ου αιώνα, γνωστός για τη δεινότητά του στη μάχη.
Το μήλο φαίνεται ότι έπεσε κάτω απ’ τη μηλιά, ακόμη και μετά από 900 χρόνια: ο πατέρας του Κουροσάβα, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα αυστηρός, έβαζε το γιο του να μαθαίνει ξιδασκία «κέντο» για μισή ώρα την ημέρα από τα εννέα του χρόνια.
Μολονότι ο Κουροσάβα ουδέποτε έγινε άσος στο σπαθί, η αυστηρή εξάσκηση τού έδωσε αυτοπεποίθηση και τον βοήθησε εν μέρει να μειώσει το τεράστιο πρόβλημα που είχε στα παιδικά του χρόνια: τη φυσική του αδεξιότητα.
Τα «αμήχανα» παιδικά χρόνια του Ακίρα Κουροσάβα
Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910.
Τα σχολικά του χρόνια δεν ήταν καθόλου ευχάριστα.
Ο Κουροσάβα μάθαινε αργά κι όπως δηλώνει ο ίδιος, ήταν ασθενικός και κλαψιάρης. Αυτά τα χαρακτηριστικά του χάρισαν το παρατσούκλι «κύριος Ζελές».
Ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά με τα παράξενα ρούχα του – φορούσε κιμονό και μεγάλα, μαλακά καπέλα – και το κατατονικό του ύφος.
Συνήθως περιφερόταν σε μια παράξενη, χαώδη κατάσταση – «μια γουρλωμένη παραχάλη», όπως το έθετε ο ίδιος.
Με τα «μαλλιά σαν φοβιτσιάρη γυναικωτού, ένα σταυρωτό σακάκι με ζώνη και κοντά πανταλόνια, κόκκινες κάλτσες και χαμηλά, κουμπωτά παπούτσια», ο Κουροσάβα υπήρξε μόνιμος στόχος κοροϊδιών από μαθητές, αλλά και από δασκάλους.
«Αμέσως γινόμουν περίγελος», έλεγε αναφερόμενος στην άφιξή του σ’ ένα νέο σχολείο.
Τα άλλα παιδιά, όπως θυμόταν αργότερα, «τραβούσαν τα μακριά μου μαλλιά, μου βαρούσαν το σακίδιο, έτριβαν μύξες στα ρούχα μου και μ’ έκαναν να κλαίω συνεχώς».
Ο κινηματογράφος
Σπάνια συμμετείχε σε σχολικές δραστηριότητες και περνούσε τον περισσότερο ελεύθερό του χρόνο στον κινηματογράφο.
Με τον πατέρα του και τον μεγάλο του αδελφό Χέιγκο, είδαν δεκάδες αμερικανικές βωβές ταινίες, μεταξύ των οποίων έργα των Τσάρλι Τσάπλιν και Μπάστερ Κίτον.
Σκέφτηκε να γίνει ζωγράφος, αλλά τα παράτησε όταν απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Καλών Τεχνών.
Αποφάσισε να δουλέψει στον κινηματογράφο, σαν τον Χέιγκο, που εργαζόταν ως «μπένσι», αφηγητής που σχολίαζε ζωντανά τη δράση των βωβών ταινιών.
Σύντομα όμως, η δουλειά εξαφανίστηκε, καθώς οι ταινίες είχαν πλέον ήχο και ομιλία.
Ο Χέιγκο, που ήδη είχε ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτόνησε το 1933.
Ο Κουροσάβα ήταν 23 ετών και ο θάνατος τους αδελφού του θα τον στοίχεινε για όλη του τη ζωή.
Το 1935 ο Κουροσάβα βρήκε δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη στα στούντιο PCL, που αργότερα ονομάστηκαν Τόχο και παρήγαγαν την απρόσμενα διαχρονική σειρά των ταινιών «Γκοτζίλα».
Εκεί πέρασε σχεδόν δύο δεκαετίες, τελειοποιώντας την τεχνική του στα δύσκολα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Το 1943 γύρισε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, Σουηκλάτα Σανσίρο, και το 1950 αναγνωρίστηκε από την κριτική με το Ρασομόν.
Η ιστορία μιας δολοφονίας που παρουσιάζεται από τέσσερις διαφορετικές σκοπιές έγινε κλασικό μοτίβο.
Επίσης, κέρδισε Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Η διεθνής απήχηση του Ρασομόν τοποθέτησε τον Κουροσάβα στο πάνθεον των μεγάλων σκηνοθετών ανοίγοντας δρόμο και για άλλα αριστουργήματα.
Κάποια από αυτά ήταν: «Οι Επτά Σαμουράι», που ξαναγυρίστηκε αργότερα στις ΗΠΑ με τον τίτλο «Και οι 7 ήταν υπέροχοι».
Το 1957 γύρισε τον «Θρόνο του Αίματος», διασκευή του σεξπιρικού Μακβέθ, τοποθετημένη στη μεσαιωνική Ιαπωνία.
Το 1961 προβλήθηκε το «Γιοζίμπο», που υπήρξε η έμπνευση για το σπουδαίο σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, «Για μια χούφτα δολάρια».
Η παρακμή
Το άστρο του Κουροσάβα έμοιασε να δύει στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εν μέρει εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του εντός και εκτός στούντιο.
Οι κακές κριτικές για το εμπορικό φιάσκο, «Η γειτονιά των καταφρονεμένων», τον έριξαν σε κατάθλιψη.
Τον Δεκέμβριο του 1971 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες και το λαιμό του με ξυράφι.
Μολονότι ανάρρωσε, του ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει χρηματοδότες για τις ταινίες του, μέχρι που δύο Αμερικανοί θαυμαστές, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Τζορτζ Λούκας, τον βοήθησαν να γυρίσει το έπος σογκούν «Καγκεμούσα».
Η επιτυχία της ταινίας του επέτρεψε να κάνει άλλο ένα αριστούργημα, τη θεαματική διασκευή του Βασιλιά Λιρ, «Ραν», το 1985.
Πέθανε από εγκεφαλικό το 1998, στα 88 του χρόνια.
ΠΗΓΗ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ