Ο ηθοποιός Βασίλης Αυλωνίτης πέθανε στις 10 Μαρτίου 1970 σε ηλικία 66 ετών.
Από μικρός έδειξε ότι διέθετε ένα πηγαίο υποκριτικό ταλέντο. Ο πατέρας του τους εγκατέλειψε σε πολύ μικρή ηλικία και πριν τελειώσει το δημοτικό βγήκε στο μεροκάματο κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού: έφτιαχνε τσάντες, έραβε πορτοφόλια, κουβάλαγε μπαούλα κλπ.
Όμως, η μοίρα και η αγάπη του προς το θέατρο τον οδήγησε στο θέατρο «‘Εντεν» όπου δούλευε κάθε βράδυ ως βοηθός σκηνικών χωρίς να πληρώνεται.
Οι ηθοποιοί τον συμπάθησαν από την πρώτη στιγμή γιατί τους έκανε να γελάνε και όλοι μαζί πήγαιναν μετά την παράσταση σε ένα παρακείμενο ταβερνάκι για κρασί και φαγητό.
Εκεί ξεδίπλωνε κάθε βράδυ το υποκριτικό του ταλέντο κάνοντας γκριμάτσες και λέγοντας αστεία.
Ένα βράδυ ο θεατρώνης κ. Σκούρας για πλάκα τον έσπρωξε στη σκηνή. Εκείνος τα έχασε, αλλά άρχισε να κουνά τα χέρια και τα πόδια του και να κάνει γκριμάτσες και το κοινό αμέσως τον υποδέχτηκε γελώντας μέχρι δακρύων.
Κάπως έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη καλλιτεχνική πορεία στο θέατρο και μετέπειτα στον κινηματογράφο, όπου με τις ατάκες του γελάμε ακόμα και σήμερα. Βέβαια στις ταινίες του τον γνωρίσαμε πιο ευτραφή, με λίγα μαλλιά, μια εικόνα τελείως διαφορετική από εκείνη που είχε όταν ήταν νέος.
Όσοι τον γνώριζαν λένε ότι ήταν μεγάλος γόης της εποχής και καρδιοκατακτητής.
Σπάνια όμως μιλούσε για την προσωπική του ζωή και φρόντιζε να την κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τα κουτσομπολιά.
Ωστόσο, μια φορά απασχόλησε την κοινή γνώμη, ύστερα από ένα ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Άνθρωπος», που τον ενέπλεκε σε ένα ερωτικό σκάνδαλο τον Νοέμβριο του 1931.
Το «Σκάνδαλο»
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο ηθοποιός εκείνη την περίοδο έπαιζε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» στο θέατρο Περοκέ και κάθε βράδυ λάμβανε λουλούδια, δώρα και γλυκίσματα από μια ανώνυμη θαυμάστριά του. Ο ηθοποιός ήταν παντρεμένος με την Πόπη, που δούλευε στον θίασο ως μπαλαρίνα και κρατούσε κρυφά τα δώρα που λάμβανε από τη θαυμάστριά του γιατί η τότε σύζυγός του ήταν πολύ ζηλιάρα. Όμως, ένα βράδυ ο ηθοποιός είχε ένα τραγικό συμβάν το οποίο αποκάλυψε και την άγνωστη μέχρι τότε θαυμάστρια του.
Παίζοντας το νούμερο «Κοσμογονία» σατίριζε τους πολιτικούς της εποχής γεγονός που είχε προκαλέσει την αντίδραση των φανατικών της βενιζελικής παράταξης.
Κάποιο βράδυ δυο θεατές σκαρφάλωσαν στη σκηνή. Ο ένας κρατούσε ένα περίστροφο και άρχισε να πυροβολεί. Ο ηθοποιός πρόλαβε και τράπηκε σε φυγή.
Μετά το περιστατικό επικράτησε πανικός στο θέατρο και κατέφθασαν οι αστυνομικές αρχές που προέβησαν σε συλλήψεις. Ο ηθοποιός κλήθηκε στο αστυνομικό τμήμα για να δώσει κατάθεση.
Εκεί η άγνωστη «μαυροφορεμένη» έστειλε ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο για να παραλάβει τον ηθοποιό και να τον πάει – αντί για το σπίτι του – στο Ζάππειο, όπου τον περίμενε εκείνη, όπως αναφέρει το δημοσίευμα της εποχής.
Ο ηθοποιός την ερωτεύτηκε παράφορα με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη σύζυγό του και να φύγει μαζί της στο Παρίσι.
Η εφημερίδα ανέφερε ότι άφησε ένα γράμμα στην εγκαταλειφθείσα σύζυγό του Πόπη όπου έγραφε: «Η μοίρα, μου έριξε μπροστά μου μια γυναίκα που με λατρεύει, μια γυναίκα που θα με κάνη μεγάλον, μια γυναίκα που θα με χωρίση βέβαια από σένα, αλλά θα με υποστηρίξη. Μη ζητήσης να μάθης περισσότερα…», και κατέληγε με τον χαιρετισμό: «Γειά σου για πάντα, Βασίλης».
Λίγες μέρες μετά το γράμμα εκείνο, στις 14 Νοεμβρίου, ο ηθοποιός αναχώρησε με πλοίο από τον Πειραιά με προορισμό τη Μασσαλία κι από κει στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, η Πόπη ήταν «έξω φρενών με την χήραν, που χάλασε ένα τόσο ταιριασμένο θεατρικό ανδρόγυνο».