Γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1952, στην Άγκυρα της Τουρκίας, καθώς ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης καριέρας. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας, δε ζήλεψε καθόλου τα πλούτη, έφυγε από το σπίτι, έκανε διάφορα επαγγέλματα και έγινε ανατρεπτικός στην πράξη και όχι στη φλυαρία. Ακόμη χειρότερα για τη βρετανική μπουρζουαζία, παρέσυρε και άλλους.
Λάτρεψε τη μουσική μέσα από τους δίσκους του Little Richard, των Beach Boys και του Woody Guthrie. Σε μια συνέντευξή του, ο Τζο Στράμερ θα δηλώσει: «Ο λόγος που έπαιζα μουσική, ήταν οι Beach Boys».
Το 1976, ο Τζο Στράμερ έγινε μέλος του πανκ-ροκ συγκροτήματος The Clash, από όπου και αποχώρησε το 1986. Μαζί τους κυκλοφόρησε έξι άλμπουμ, μεταξύ των οποίων και οι μεγάλες επιτυχίες “Rock The Kasbah”, “Should I Stay Or Should I Go”, “London Calling”, “White Riot”, “I Fought The Law”, κ.ά.
Στις 10 Ιουνίου 1977, ο Στράμερ και ο ντράμερ του συγκροτήματος, Νίκι «Τόπερ» Χίντον, συνελήφθησαν, ενώ έκαναν γκράφιτι το όνομα του γκρουπ στον τοίχο ενός ξενοδοχείου. Στις 20 Μαΐου του 1980, ο Στράμερ συνελήφθη και πάλι, αυτή τη φορά επειδή ξυλοκόπησε με την κιθάρα του έναν βίαιο θαυμαστή του γκρουπ, κατά τη διάρκεια συναυλίας τους στο Αμβούργο της Γερμανίας. Το περιστατικό αυτό σόκαρε τον Τζο Στράμερ σε τέτοιο βαθμό, ώστε δήλωσε: «Κόντεψα να δολοφονήσω έναν άνθρωπο, κι αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τη βία με βία. Απλά δεν οδηγεί πουθενά».
Λεφτά είχε πάρα πολλά, αλλά επέλεξε να μένει σε κοινόβια και να τα μοιράζεται με τους λούμπεν συγκατοίκους του. Δούλεψε με οικονομικούς μετανάστες, έκανε παρέα τους άνεργους και τους περιθωριακούς. Δεν έγινε sir, όπως ο Τζάγκερ και δεν γούσταρε τις λιμουζίνες. Ήταν η εποχή των έντονων κοινωνικών συγκρούσεων και χρησιμοποίησε τη μουσική για να τις περιγράψει.
Στην περιοχή Μπρίξτον, που οι φυλετικές μάχες ήταν καθημερινές, ο Στράμερ τραγουδά:
Μπορείτε να μας τσακίσετε
Μπορείτε να μας χτυπήσετε
Αλλά θα δώσετε λόγο για αυτό
Ω, τα όπλα του Μπρίξτον
Τραγούδια όπως το «London’s Burning» και το «Hate and War» περιγράφουν αληθινές καταστάσεις και γυρνάνε την πλάτη σε γλυκανάλατους στίχους για τον χαμένο έρωτα και τα εφηβικά αδιέξοδα. Οι Clash ήταν ένα απόλυτα πολιτικό συγκρότημα, με καθαρή ματιά στα γεγονότα και χαρακτηριστική μουσική.
Η μουσική των Clash υπήρξε ένα μείγμα από πανκ, ρέγκε, σκα, νταμπ, φανκ, ραπ και ροκαμπίλι. Το δεύτερο άλμπουμ τους, το 1978, “Give ‘Em Enough Hope”, σκαρφάλωσε στο Νούμερο 2 των Βρετανικών τσαρτς. Ένα χρόνο αργότερα, το 1979, πέρασαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού με το άλμπουμ τους “London Calling”, ενώ το 1982 με το άλμπουμ τους “Combat Rock”, σκαρφάλωσαν στο Νούμερο 7 των Αμερικάνικων τσαρτς, και έγιναν δύο φορές πλατινένιοι. Οι πολιτικοποιημένοι τους στίχοι, ο μουσικός πειραματισμός και η επαναστατική τους στάση, δεν αποτέλεσαν μόνο τα συστατικά της επιτυχίας τους, αλλά τους χάρισαν δικαίως και τον τίτλο του συγκροτήματος με τη μεγαλύτερη επιρροή στην εναλλακτική ροκ.
Το “Mockingbird Hill”, ένα μπαρ στην Ουάσινγκτον, το οποίο πήρε το όνομά του από τους στίχους του τραγουδιού των Clash “Spanish Bombs”, κατασκεύασε μια ειδική τοιχογραφία προς τιμή του Τζο Στράμερ.
Στις 22 Δεκεμβρίου του 2002, ο Βρετανός στιχουργός, κιθαρίστας και βασικό μέλος του συγκροτήματος Clash, Τζον Γκρέιαμ Μέλορ, κατά κόσμον Τζο Στράμερ, απεβίωσε σε ηλικία 50 ετών, στο Μπρούμφιλντ της Αγγλίας, από καρδιακή προσβολή.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 2003, το όνομα της πιο επιβλητικής προσωπικότητας της Βρετανικής πανκ, θα γραφτεί μαζί με τα ονόματα των υπολοίπων μελών του συγκροτήματος «The Clash» στο Rock & Roll Hall Of Fame. Ο Τζο Στράμερ υπήρξε, επίσης, μέλος των συγκροτημάτων The 101ers, Latino Rockabilly War, The Pogues και The Mescaleros.
Μαρία Μανέτα