Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός
και τόνε ξέραν όλοι
κι εγώ κι εσύ κι ο παρεκεί
αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
και ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.
Ο «Τζακ Ο’ Χάρα», παρά τους θλιβερούς στίχους, θεωρείται ένα από τα ωραιότερα και πιο γνωστά τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, σε στίχους του δημοσιογράφου Θεοδόση Άθα.
Η γνωριμία
Ο Ζαμπέτας γνωρίστηκε με τον Άθα το 1971, όταν βρέθηκε στην Αμερική.
Ο Άθας, είχε τότε στη Νέα Υόρκη έναν ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό μεγάλης ακροαματικότητας και κάλεσε τον μουσικό για να του πάρει συνέντευξη.
Μετά τη λήξη της εκπομπής, ο Άθας έκανε λόγο για κάποιους στίχους που είχε γράψει. «Δες τους κι αν σου αρέσουν, κάν’ τους τραγούδια», είχε πει στον Ζαμπέτα.
Ο συνθέτης δεν έφερε αντίρρηση. Την επομένη, ο Άθας τον επισκέφτηκε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε και του έδωσε τους στίχους για να τους διαβάσει. Ανάμεσα τους ήταν «Ο Τζακ Ο’ Χάρα», «Ο Λουκάς», «Η Ξανθιά Κυρία», και πολλοί άλλοι, οι οποίοι αργότερα έγιναν σπουδαία τραγούδια.
Ο Ζαμπέτας ενθουσιάστηκε. Αν και οι περισσότεροι στίχοι είχαν ως κύριο θέμα τον θάνατο και το χάρο, αποτελούσαν πραγματικές ιστορίες με ουσία και νόημα. Η έμπνευση του Άθα προερχόταν από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Ως δημοσιογράφος, βίωνε σε καθημερινή βάση τη ζωή των ανθρώπων στη Νέα Υόρκη, σε όλες τις εκφάνσεις της. Από τη ξεγνοιασιά, τη χαρά και την ευτυχία, μέχρι την αγωνία, την ανέχεια, την εγκατάλειψη και φυσικά το τέλος.
Όλα αυτά τα στοιχεία τα συνδύαζε μεταξύ τους και τα σατίριζε μέσα από τη δική του ευαισθησία. Με αυτόν τον τρόπο διαμόρφωνε τους στίχους των τραγουδιών.
Κάπως έτσι, γράφτηκε και το τραγούδι «Τζακ Ο’ Χάρα», από τα θέματα δηλαδή που είχε διαβάσει σε εφημερίδες.
Ακούστε το τραγούδι «Ο Τζακ Ο’ Χάρα»:
Ο αληθινός Τζακ Ο’ Χάρα
Ο Τζακ ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν άπορος και κοιμόταν στα παγκάκια της Νέας Υόρκης. Ζούσε από τις ελεημοσύνες που του έδιναν οι περαστικοί, ενώ κάθε φορά που του περίσσευαν κάποια κέρματα, συνήθιζε να τα χαλάει σε ποτό.
Δεν είχε συγγενείς, ήταν μόνος, χωρίς στον ήλιο μοίρα. Κάποιον βαρύ χειμώνα, που το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα, ο Τζακ δεν άντεξε και πέθανε στο δρόμο.
Ο θάνατος του, όχι μόνο συγκλόνισε την κοινωνία, αλλά παράλληλα δημιούργησε και έντονο προβληματισμό. Τι θα έκαναν έναν άνθρωπο που είχε πεθάνει και δεν είχε καθόλου χρήματα;
Κανένας δεν αναλάμβανε την ευθύνη του άτυχου άνδρα, με αποτέλεσμα να παραμείνει νεκρός στο χιόνι, μέχρι να βρεθεί λύση και να διευθετηθεί το ζήτημα.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
και ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.
Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί
και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονίας το φρόκαλο
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.
Στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό
από ενδιαφέρον,
«τρέξε γιατρέ μου, το και το,
τον χάνουμε το γέρο».
Μα ο γιατρός κάνει νερά,
γιατί δεν έχει τυχερά,
ο θάνατος είν’ έξοδο
κι ο Τζακ σε αδιέξοδο.
Σαν κάναν το καθήκον τους
ήσυχοι πια οι γειτόνοι
γυρίσανε στο σπίτι τους
κι αφήσανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.
Αντλήθηκε υλικό από το βιβλίο «μια ιστορία, ένα τραγούδι», του Ηρακλή Ευστρατιάδη, εκδόσεις «TOUBI’S»