Το τραγούδι «Διάσημο Μπλε Αδιάβροχο» του Λέοναρντ Κοέν κυκλοφόρησε το 1971 στον δίσκο «Songs Of Love And Hate». Το “Famous Blue Raincoat” είναι ένα ασυνήθιστο τραγούδι, καθώς οι στίχοι είναι γραμμένοι σε μορφή επιστολής και αφηγούνται την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου ανάμεσα στον αφηγητή, στην Τζέιν, και τον αρσενικό παραλήπτη, ο οποίος αναφέρεται ως «ο αδελφός μου, ο φονιάς μου».
Το 1994 ο Λέοναρντ είπε στο BBC: «Το πρόβλημα με το «Διάσημο Μπλε Αδιάβροχο» είναι ότι έχω ξεχάσει το πραγματικό τρίγωνο που κρύβεται πίσω από αυτό.
Στην ερώτηση αν επρόκειτο για δικό μου τρίγωνο απάντησε: Πάντοτε αισθανόμουν πως υπήρχε ένα αόρατο αρσενικό που παραπλανεί τη γυναίκα με την οποία είμαι.
Τώρα, αν αυτό είναι ένα είδος μετενσάρκωσης ή απλή φαντασίωση, δεν μπορώ να θυμηθώ.
Είχα πάντα την αίσθηση πως είτε υπήρξα εκείνη η φιγούρα σε σχέση με ένα άλλο ζευγάρι, ή ότι υπήρχε μια τέτοια φιγούρα σε σχέση με τη δική μου σχέση.
Δεν θυμάμαι καλά, αλλά όντως είχα αυτή την αίσθηση, ότι πάντοτε υπήρχε ένα τρίτο μέλος, μερικές φορές εγώ, μερικές φορές ένας άλλος άνδρας, μερικές φορές μια άλλη γυναίκα».
Στους στίχους του τραγουδιού, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται αναφορές στο γερμανικό ερωτικό τραγούδι «Lili Marlene«, στη Σαϊεντολογία, αλλά και στην οδό Κλίντον, η οποία βρίσκεται στο Lower EastSide του Μανχάταν, όπου και ζούσε ο Λέοναρντ Κοέν τη δεκαετία του ‘70.
«Did you ever go clear?»
Στο τραγούδι υπάρχει μια ερώτηση: «Did you ever go clear?»
Το 1999 οι συγγραφείς του βιβλίου «Ο Πλήρης Οδηγός της Μουσικής του Leonard Cohen» αναφέρουν ότι η ερώτηση αποτελεί παραπομπή στην Σαϊεντολογική κατάσταση «Clear».
Ο ίδιος ο Κοέν υπήρξε μέλος της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας για σύντομο χρονικό διάστημα, επειδή είχε ακούσει ότι ήταν ένα «καλό μέρος για να γνωρίζει κανείς γυναίκες».
Στις σημειώσεις του το 1975 στο δίσκο του ”The Best of Leonard Cohen” όπου και συμπεριλαμβάνεται το τραγούδι, αναφέρει ότι το «διάσημο μπλε αδιάβροχο» στην πραγματικότητα ανήκε σε εκείνον, και όχι σε κάποιον άλλον: «Είχα ένα καλό αδιάβροχο τότε, ένα Burberry που αγόρασα στο Λονδίνο το 1959.
Η Ελίζαμπεθ πίστευε ότι έμοιαζα σαν αράχνη μέσα σε αυτό. Προφανώς αυτός ήταν και ο λόγος που δεν ήθελε να πάει στην Ελλάδα μαζί μου.
Κρεμόταν πιο ηρωϊκά όταν έβγαζα την επένδυση και γνώρισε μεγάλες δόξες όταν επιδιορθώθηκαν τα ξεφτισμένα μανίκια του με λίγο δέρμα. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα.
Ήξερα πώς να ντύνομαι εκείνον τον καιρό. Το είχα κλέψει από το λοφτ της Μάριαν στη Νέα Υόρκη κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Δεν το πολυφορούσα προς το τέλος.»
Η αγάπη του για την Ύδρα
Η σχέση του Κοέν με την Ελλάδα υπήρξε μοιραία, σχεδόν καρμική. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1960, μόλις έξι μέρες μετά τα εικοστά έκτα γενέθλιά του, ο Κοέν αγόρασε ένα σπίτι στην Ύδρα, έναντι του ποσού των 1.500 δολαρίων, χρησιμοποιώντας τα χρήματα από την κληρονομιά που του άφησε η γιαγιά του. Ο Κοέν θα δηλώσει αργότερα ότι ήταν η εξυπνότερη απόφαση που πήρε ποτέ, καθώς η Ελλάδα είναι το σπίτι της ψυχής του. Το σπίτι ήταν ένα παλιό, ξεθωριασμένο οικοδόμημα ηλικίας δύο αιώνων, με πέντε δωμάτια σε διαφορετικά επίπεδα, ήταν κυριολεκτικά ερείπιο και δεν είχε καν ηλεκτρισμό, υδραυλικά ή τρεχούμενο νερό. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένας ιδιωτικός χώρος, όπου είχε τη δυνατότητα να δουλεύει, είτε στη μεγάλη του αυλή, είτε στο δωμάτιο μουσικής που διατηρούσε στο τρίτο πάτωμα.
Ο Beautiful Loser
Ο Λέοναρντ Κοέν (Leonard Norman Cohen) γεννήθηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά, στις 21 Σεπτεμβρίου 1934. Σε ηλικία εννέα ετών, ο Κόεν θα χάσει τον πατέρα του, έναν ευκατάστατο Εβραίο έμπορο υφασμάτων, και το γεγονός αυτό θα τον σημαδέψει για όλη του την ζωή.
Έφηβος μαθαίνει κιθάρα και γίνεται μέλος του μουσικού γκρουπ Buckskin Boys, το οποίο έπαιζε μουσική κάντρι. Αργότερα, τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκίλ, εκδίδει τα πρώτα του ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους.
Το 1963 εγκαθίσταται μόνιμα στην Ύδρα, όπου συνεχίζει να γράφει.
Με το μυθιστόρημα «Beautiful Losers» («Θαυμάσιοι αποτυχημένοι», 1966), θα γνωρίσει την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1967, αποφασίζει να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί πλήρως στη μουσική.
Τα κύρια θέματα της δημιουργίας του είναι η θρησκεία, ο έρωτας και η μοναξιά, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι τοποθετήσεις σε κοινωνικοπολιτικά θέματα, όπως ο πόλεμος και οι εκτρώσεις.
Το 1994, ο Κοέν αποφασίζει να ασπαστεί τον Βουδισμό, μέχρι που χειροτονείται μοναχός. Το 1999 θα εγκαταλείψει τον μοναστικό βίο με σκοπό να εκδώσει δύο ακόμα δίσκους.
Το 2005, το όνομα του Κοέν βρέθηκε ξανά στις στήλες των εφημερίδων, αυτή τη φορά για δυσάρεστο λόγο, καθώς ο επί χρόνια μάνατζέρ του τον εξαπάτησε, κλέβοντάς του το μεγαλύτερο μέρος της ρευστής περιουσίας του.
Το 2010 του απονεμήθηκε Τιμητικό Βραβείο Grammy για το σύνολο της προσφοράς του, ενώ φέτος τον Μάιο κέρδισε τα βραβεία «Στιχουργός της Χρονιάς» & «Καλλιτέχνης της Χρονιάς» στα καναδέζικα βραβεία Juno.
Μαρία Μανέτα
«Famous Blue Raincoat»
It’s four in the morning, the end of December
I’m writing you now just to see if you’re better
New York is cold, but I like where I’m living
There’s music on Clinton Street all through the evening.
I hear that you’re building your little house deep in the desert
You’re living for nothing now, I hope you’re keeping some kind of record.
Yes, and Jane came by with a lock of your hair
She said that you gave it to her
That night that you planned to go clear
Did you ever go clear?
Ah, the last time we saw you you looked so much older
Your famous blue raincoat was torn at the shoulder
You’d been to the station to meet every train
And you came home without Lili Marlene
And you treated my woman to a flake of your life
And when she came back she was nobody’s wife.
Well I see you there with the rose in your teeth
One more thin gypsy thief
Well I see Jane’s awake —
She sends her regards.