ΠΗΓΗ: Ένα τραγούδι μια ιστορία, Τα Νέα.
Το 1982 ο Πάνος Κατσιμίχας είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στους Αγώνες της Κέρκυρας με το τραγούδι «Μια βραδιά στο Λούκι».
Ωστόσο και πάλι ήταν αρκετά θολό το όνομά του γιατί τα «Ζεστά Ποτά (ο πρώτος δίσκος) κυκλοφόρησαν με καθυστέρηση τριών χρόνων, μέσα στο 1985.
Το «Ρίτα, Ριτάκι» όμως είχε ήδη τη μικρή του ιστορία.
Το ραδιόφωνο το αγάπησε αμέσως και τα παιδιά με τις κιθάρες το έπαιρναν μαζί τους στις σχολικές εκδρομές.
Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
Δεν ήταν ωραίοι σαν τον Βαγγέλη Γερμανό, δεν ήταν τύποι σαν τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, ούτε μπορούσες να τους κατατάξεις στα στρατόπεδα ροκάς/καρεκλάς (χαρακτηρισμός που στα μέσα του ’80 άρχισε σιγά σιγά να ξεφτίζει).
Δεν ήταν εναλλακτικοί σαν τον Τζιμάκο (Πανούση), δεν ήταν σκληρό ροκ σαν τον Παύλο (Σιδηρόπουλο) ούτε ροκ σαν τους Φατμέ του Πορτοκάλογλου. Ήταν απλώς συμπαθείς και ανεξίθρησκοι.
Το ροκ και η παράδοση εις σάρκα μια…
Το αστείο είναι ότι το τραγούδι που τους έδωσε το βραβείο στους Αγώνες της Κέρκυρας «Μια βραδιά στο Λούκι» ήταν πραγματική ιστορία, έτσι όπως την έζησε ο Πάνος σε ένα υπόγειο μπαρ της οδού Χάρητος στα τέλη του ’70.
Εκτός πιάτσας εντελώς, καθώς τα Εξάρχεια ήταν ανερχόμενα τότε, ήταν ίσως το μοναδικό εναλλακτικό μπαρ του Κολωνακίου, αν εξαιρέσει κανείς το ρεμπετάδικο Κουασιμόδος στην οδό Τσακάλωφ, που στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε αναδείξει την τάση «επιστροφή στις ρίζες» μέσα από ένα νέο συγκρότημα, την Οπισθοδρομική Κομπανία.
Το ’85 όμως είχε πλέον κλείσει και το νταβαντούρι γινόταν στα Εξάρχεια, στο Κύτταρο, στο Αχ Μαρία, στο Rodeo και την Πλάκα. Οι πιο εστέτ και οι περί της ελληνικής μουσικής προβληματισμένοι είχαν βρει νέο στέκι στη Ράτκα, επί της οδού Χάρητος και αυτή, στην ευρύτερη περιοχή του Κολωνακίου.
Οι παρέες τότε χωρίζονταν σε … στρατόπεδα.
Αν αγαπούσες κάτι του τύπου «It’s raining men» ή Μάικλ Τζάκσον, δεν υπήρχε περίπτωση να ήξερες τους Σπυριδούλα ή να ακούς Γιάννη Πετρίδη στο ραδιόφωνο.
Μπορεί οι αφίσες του Χέντριξ και του Μόρισον να είχαν αντικαταστήσει τις αφίσες του Μάο, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα είχες τρέξει στο rock in Athens ’85, όπου η Αθήνα ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Το αστείο με εκείνη τη συναυλία το μάθαμε αργότερα, όταν κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα μέσα στις παρέες.
Από ελληνικής πλευράς θα συμμετείχαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες, αλλά τελευταία στιγμή απέσυραν τη συμμετοχή τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας γιατί ήταν η Coca- Cola σπόνσορας.
Κι έτσι στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έσκασε η Ρίτα.
Όπου βρισκόσουν και όπου στεκόσουν «έψαχνα να βρω τον μπελά μου και τελικά τον βρήκα και πήγα και αγάπησα ένα μωρό τη Ρίτα»- στο ραδιόφωνο, στα κασετόφωνα, στα πάρτι, στις εκδρομές.
Είτε ροκάς ήσουν είτε καρεκλάς είτε φαν των κουτουκιών και του μπαγλαμά, τη Ρίτα την ήξερες- κι ας μην ήταν το καλύτερο κομμάτι του δίσκου.
Τα «Ζεστά Ποτά» ήταν ο δίσκος που έπρεπε να αγοράσεις και σιγά σιγά να ανακαλύψεις, μια που το κάθε τραγούδια ήταν αληθινή ιστορία ζωής, ειπωμένη με ευαισθησία και μ’έναν γνήσιο θυμό σε μια γλώσσα που αμέσως αναγνώριζαν οι νεώτεροι ακροατές.
Από τα τέλη του ’70 γύριζαν οι Κατσιμιχαίοι στις εταιρείες δίσκων αλλά οι πόρτες ήταν κλειστές.
Ήταν πολύ ροκ; Ήταν πολύ «έντεχνοι»; Πολύ διαφορετικοί;
Ώσπου τους ανακάλυψε ο Ρασούλης, τους πήγε στην Κολούμπια και μαζί με τον Σπάθα και τον Αντύπα στις ενορχηστρώσεις, ηχογράφησαν τα τραγούδια που είχαν γράψει από το 1977 μέχρι το 1984:
«Ο Φάνης», το «Υπόγειο», «Μια βραδιά στο Λούκι», «Προσωπικές Οπτασίες», «Γέλα πουλί μου Γέλα», κομμάτια που ανακάλυπταν σιγά σιγά όσοι αγόραζαν τον δίσκο για τη «Ρίτα».
ΠΗΓΗ: Ένα τραγούδι μια ιστορία, έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα,
Δημήτρης Μανιάτης, Μαρία Μαρκουλή, Χάρις Ποντίδας