Η Πατρίσια Λι Σμιθ γεννήθηκε στις 30 Δεκέμβρη του 1946 στο Σικάγο του Ιλινόις.
Ήταν η μεγαλύτερη από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας.
Η μητέρα της Σμιθ ήταν σερβιτόρα και ο πατέρας της μηχανικός.
Σε μικρή ηλικία, η οικογένεια μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια και όταν η Πάτι έκλεισε τα εννιά, εγκαταστάθηκαν στο Νιου Τζέρσεϋ.
Η Πάτι από την εφηβεία της είχε αρχίσει να ξεχωρίζει.
Το παρουσιαστικό της συχνά τη διαφοροποιούσε από τα υπόλοιπα κορίτσια του σχολείου.
Ψιλόλιγνη και άχαρη, με άγρια ομορφιά και έντονη προσωπικότητα περνούσε τα απογεύματα με τους συμμαθητές της ή διαβάζοντας ποιήματα του Άρθουρ Ρεμπώ.
Στο γυμνάσιο ανακάλυψε τα έργα αναγεννησιακών ζωγράφων και ήρθε σε επαφή πρώτη φορά με την μουσική των Rolling Stones, του Bob Dylan και των Doors.
Στα 18, βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο παιχνιδιών και παρακολουθούσε μαθήματα στο Glassboro State Teachers College, με στόχο να γίνει καθηγήτρια Τέχνης.
Ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας όμως την απομάκρυνε από τα μαθήματα, ενώ μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη άλλαξε τα σχέδια της νεαρής Πάτι.
Μόλις γέννησε έδωσε το παιδί της για υιοθεσία.
Με τα χρήματα που είχε μαζέψει από τη δουλειά στο εργοστάσιο έφυγε για τη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν έτοιμη ούτε και ήθελε να γίνει μάνα.
Η σχέση της Σμιθ με τον Robert Mapplethorpe και η καθιέρωσή της στην πανκ σκηνή
Το 1967 η Σμιθ εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη.
Εκείνη την εποχή εργαζόταν σε ένα βιβλιοπωλείο, όταν γνώρισε τον καλλιτέχνη και φωτογράφο Robert Mapplethorpe.
Η Σμιθ ερωτεύτηκε τον φωτογράφο και σύναψαν σχέση.
Ο Mapplethorpe αργότερα της αποκάλυψε ότι πειραματιζόταν σεξουαλικά και ελκυόταν περισσότερο από άντρες. Παρόλα αυτά, η Πάττι και ο Robert έμειναν πολύ στενοί φίλοι και καλοί συνεργάτες μέχρι τον θάνατο του.
Στις αρχές του 1970, η Σμιθ ξεκίνησε δειλά τις δημόσιες εμφανίσεις της σε μικρά κλαμπ και σκηνές, διαβάζοντας κυρίως ποίηση υπό τη συνοδεία ηλεκτρικής κιθάρας που έπαιζε ο Lenny Kaye.
Σύντομα σχημάτισε μουσική μπάντα, την Patti Smith Group, με τον άγριο, ηλεκτρικό ήχο να δένει άψογα με τη σκληρή χροιά της Σμιθ.
Το 1975 το συγκρότημα έπαιζε ζωντανά στο CBGB, το κλαμπ που φιλοξένησε τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της ανερχόμενης πανκ μουσικής.
Οι παραστάσεις τράβηξαν το ενδιαφέρον της δισκογραφικής εταιρίας Arista και στα τέλη του ίδιου χρόνου, η Σμιθ με τη μπάντα της είχαν υπογράψει συμβόλαιο.
Ο πρώτος δίσκος Horses, από την αρχή έδειχνε τις διαθέσεις του συγκροτήματος.
Ο ήχος ήταν έντονος, σκληρός και ηλεκτρικός, ενώ οι στίχοι προέρχονταν από ποιήματα της Σμιθ.
Η Σμιθ είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια που πίστευαν στους μάρτυρες του Ιεχωβά.
Στον Horses, η Σμιθ προκλητικά τραγουδούσε: «Ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες κάποιου, όχι όμως για τις δικές μου».
Ο δεύτερος δίσκος με την ονομασία Radio Ethiopia, κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο με το συγκρότημα να ακολουθεί την ίδια τεχνική. Ροκ ήχος και στίχοι της Σμιθ, που πειραματιζόταν συνεχώς συνδυάζοντας την ποίηση με τη μουσική.
Ο σοβαρός τραυματισμός της Σμιθ και η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία
Το 1977 η Πάττι Σμιθ θα εμφανιζόταν στην Φλόριντα.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, η Σμιθ έπεσε και έσπασε δύο σπονδύλους.
Οι επόμενοι μήνες ήταν πολύ δύσκολοι.
Στην αρχή έπρεπε να βρίσκεται σε ακινησία και έπειτα να ακολουθήσει πολλές συνεδρίες φυσικοθεραπείας για να αναρρώσει και να επανέλθει στο μουσικό προσκήνιο.
Τον καιρό της ανάρρωσής της, η Σμιθ διάβαζε ποίηση και ολοκλήρωσε την τέταρτη ποιητική συλλογή της, τη Babel.
Το 1978 επέστρεψε δυναμικά και ηχογράφησε τον τρίτο δίσκο της, Easter.
Το άλμπουμ γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία, φτάνοντας στο Top 20 των δίσκων για το 1978.
Παράλληλα, ο δίσκος περιείχε και το πιο γνωστό κομμάτι της καλλιτέχνιδος, το Because the Night
Ο Bruce Springsteen έγραψε το τραγούδι, αλλά δεν ήθελε να το πει. Στους στίχους συνεργάστηκαν.
Η μακροχρόνια αποχή από την μουσική
Το 1979 κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος της Σμιθ.
Ο Wave δεν είχε μεγάλη επιτυχία παρόλο που ήταν ο πιο καλοδουλεμένος δίσκος της τραγουδίστριας.
Εκείνη την περίοδο η Σμιθ γνώρισε τον πρώην κιθαρίστα του συγκροτήματος MC5, Φρεντ “Sonic” Σμιθ και το 1980 παντρεύτηκαν.
Αν και το αστείο που περιπλανιόταν έλεγε πως η Σμιθ παντρεύτηκε τον Σμιθ μόνο και μόνο επειδή δεν θα άλλαζε επίθετο, το ζευγάρι έζησε αγαπημένο για πολλά χρόνια.
Η Πάτι και ο Φρεντ απέκτησαν δύο παιδιά, τον Τζάκσον και την Τζέσι και έζησαν απομονωμένοι στο Ντιτρόιτ. Ήταν πια έτοιμη να γίνει μητέρα και προφανώς το ήθελε και δεν της έτυχε όπως όταν ήταν 18 ετών.
Το 1988 η Σμιθ έκανε μια σύντομη επιστροφή στη μουσική σκηνή με τον δίσκο Dream of Life.
Αυτή τη φορά έγραψε στίχους με τον σύζυγό της.
Έπειτα η Σμιθ επέστρεψε στην ανατροφή των παιδιών της και στην συγγραφή ποίησης.
Τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν μια μαύρη περίοδο για τη Σμιθ.
Το 1989, ο φίλος της Robert Mapplethorpe πέθανε ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον ιό του HIV.
Το 1990 πέθανε ο Richard Sohl, πρώην μέλος του The Patty Smith Group, που συνόδευσε τη Σμιθ από τις αρχές του 1970.
Το 1993, προς τιμήν του Robert και του Sohl, η Σμιθ δημοσίως διάβασε δικά της ποιήματα και τραγούδησε χωρίς τη συνοδεία μουσικής.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε το 1994, όταν ο Φρεντ Σμιθ και ο αδερφός της Πάτι, ο Τοντ, πέθαναν από καρδιακή ανεπάρκεια, με ένα μήνα διαφορά.
Η Σμιθ απελπισμένη και ανήμπορη να διαχειριστεί τους πολλούς και ξαφνικούς θανάτους των αγαπημένων της προσώπων, αποφάσισε να τραγουδήσει ξανά δημόσια για να ξεπεράσει τις απώλειες.
Επιστροφή στη Νέα Υόρκη
Η Σμιθ μετακόμισε στην Νέα Υόρκη, αποφασισμένη να ασχοληθεί ξανά με την μουσική.
Σχημάτισε για άλλη μια φορά το The Patti Smith Group, με νέο μπασίστα και κιθαρίστα και το 1996 κυκλοφόρησε ο δίσκος Gone Again.
Φανερά επηρεασμένη από τον χαμό των αγαπημένων της προσώπων, οι στίχοι των τραγουδιών μιλούσαν για θρήνο για τον θάνατο και την αναγέννηση.
Ο ήχος ήταν πιο γυμνός και προσωπικός ενώ στο δίσκο υπήρχε και το τραγούδι «About a Boy», ένα γλυκόπικρο κομμάτι αφιερωμένο στον αυτόχειρα Kurt Cobain των Nirvana που έμοιαζε σαν μια απάντηση στο τραγούδι του συγκροτήματος «About a Girl». Παραμένει πάντα πολιτικοποιημένη και κριτική απέναντι στους πολέμους και την αδιαφορία.