Θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες του μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έγραψε περισσότερα από 700 τραγούδια και ήταν ο «πατέρας» της σχολής του «αρχοντορεμπέτικου» που έφερε κοντά την ευρωπαϊκή μουσική και το ρεμπέτικο.
Ο Αλέκος Σακελλάριος έλεγε για εκείνον: «Και την Αγία Γραφή να του δώσεις, θα την μελοποιήσει». Ανάμεσα στα πιο γνωστά τραγούδια του συγκαταλέγονται: «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου», «Ας ερχόσουν για λίγο», «Το τραμ το τελευταίο», «Μια ζωή την έχουμε», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Έγινε γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Σουγιούλ».
Το πραγματικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Σουγιουλτζόγλου και γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1906 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας.
Ο πατέρας του ήταν πλούσιος δερματέμπορος και ο προπάππους του είχε χρηματοδοτήσει την ύδρευση της πόλης. Για το λόγο αυτό, ονομαζόταν «Σουγιουλτζόγλου» – στα τουρκικά «σου» σήμαινε νερό και «γιολ» δρόμος.
Λίγους μήνες πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια αντιλήφθηκε την επικείμενη δίωξη των Ελλήνων και ήρθαν στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ψυρρή. Ο πατέρας του άνοιξε δερματοπωλείο και ο Σουγιούλ ξεκίνησε να εργάζεται ως πιανίστας.
Σπούδασε μουσική στη Μασσαλία και περιόδευσε στην Ευρώπη με αργεντίνικη ορχήστρα.
Αρχικά επέλεξε το ψευδώνυμο Μικαέλ Ντε Σολέγιο, επειδή φοβόταν την αντίδραση των γονιών του.
Εργάστηκε σε νυχτερινά κέντρα και μουσικά θέατρα και τα πρώτα χρόνια της καριέρας του έγραψε τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Συνέθεσε ρομάντζα, ταγκό και βαλς, τα οποία ερμήνευσαν οι Άννα Καλουτά, Σοφία Βέμπο, και Τώνης Μαρούδας.
Την περίοδο του πολέμου έκανε συνθέσεις, που αναπτέρωναν το ηθικό των Ελλήνων, όπως το τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», το οποίο ήταν βασισμένο στην μελωδία του παλαιότερου τραγουδιού του «Ζεχρά».
Όπως έλεγε είχε τρεις αγάπες: «Την πατρίδα μου, το ελληνικό κοινό και τα τραγούδια μου…»
Έγραψε μουσική για 50 θεατρικά έργα και για τον κινηματογράφο. Συνεργάστηκε με τον Αλέκο Σακελλάριο, για τον οποίο έγραψε το τραγούδι «Το τραμ το τελευταίο» – ήταν το πρώτο από το είδος των «αρχοντορεμπέτικων» και το τραγουδούσαν οι μικροπωλητές στους δρόμους της Αθήνας. Παρόλο που ασχολήθηκε κυρίως με το «ευρωπαϊκό τραγούδι», όπως λεγόταν η ελαφρά μουσική της εποχής, αγαπούσε την κλασική μουσική και άκουγε Μπετόβεν και Τσαϊκόφσκι.
Επί πολλά χρόνια οι Αθηναίοι τον απολάμβαναν μαζί με τον Γούναρη στον «Βράχο» και στην «Πεταλούδα» στην Πλάκα. Όπως είχε αποκαλύψει η κόρη του, συνήθιζε να γράφει ξημερώματα, την ώρα που γυρνούσε από το κέντρο και είχε ησυχία στο σπίτι. Ο ίδιος ανέφερε συχνά ότι οι μεγαλύτερες επιτυχίες του γράφτηκαν «στο πόδι».
Τη δεκαετία του ’50 ήταν καταξιωμένος στον χώρο της μουσικής. Σκοπός του ήταν να ασχοληθεί και με την κλασική μουσική, που ήταν η μεγάλη του αγάπη, αλλά δεν πρόλαβε.
Τον Οκτώβριο του 1958 πέθανε σε ηλικία 52 ετών από καρδιακή προσβολή. Με την είδηση του θανάτου του πολλοί Αθηναίοι συγκεντρώθηκαν συγκινημένοι έξω από το σπίτι του. Κηδεύτηκε με τιμές στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Απέκτησε τρεις κόρες και έναν γιο, ο οποίος σκοτώθηκε το 1965 σε τροχαίο.