Πηγή: Μια ιστορία, ένα τραγούδι, Ηρακλής Ευστρατιάδης, εκδόσεις TOUBI’S
Το «Κάτω στα Λεμονάδικα» είναι ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου. Γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις αλλά, πρώτη φορά, το τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης το 1934.
Το τραγούδι αναφέρεται στα Λεμονάδικα του Πειραιά και σε ένα από τα σχεδόν καθημερινά περιστατικά που συνέβαιναν στην περιοχή.
Τα Λεμονάδικα ήταν η οπωραγορά του Πειραιά, η οποία στεγαζόταν μέχρι την δεκαετία του 1950 στην πλατεία Καραϊσκάκη.
Με την αύξηση του πληθυσμού και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1920, το λιμάνι οργανώθηκε, φτιάχθηκαν υπόστεγα και διαχωρίστηκαν οι θέσεις παραλαβής εμπορευμάτων.
Τα πλοία με είδη γενικού εμπορίου προσορμίζονταν σε άλλες περιοχές του λιμανιού, ενώ τα οπωρολαχανικά στην προβλήτα Καραϊσκάκη, κοντά στην πλατεία. Έτσι, το σημείο πήρε το προσωνύμιο «Λεμονάδικα».
Με την άφιξη των προσφύγων το 1922 επετράπη να δημιουργηθεί επί της πλατείας αυτοσχέδιος καταυλισμός από παράγκες, ώστε να στεγαστούν οι πρόσφυγες, τουλάχιστον προσωρινά.
Δίπλα στα υπόστεγα με τα οπωρολαχανικά προστέθηκαν και οι παράγκες, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου και το ελληνικό δαιμόνιο, μετατράπηκαν σε μαγαζιά με κάθε είδους εμπόρευμα.
Η πλατεία έγινε το εμπορικό κέντρο του Πειραιά και ο κόσμος συνέρρεε καθημερινά κατά χιλιάδες. Τα χρόνια ήταν τρομερά δύσκολα και η φτώχεια δέσποζε σε ολόκληρη την πόλη.
Καθένας προσπαθούσε να επιβιώσει με κάθε τρόπο, έτσι αυξήθηκαν οι πορτοφολάδες, το εμπόριο ναρκωτικών και οι ληστείες.
Ένας από τους βασικούς στόχους των πορτοφολάδων που λυμαίνονταν την περιοχή ήταν οι λαχαναγορίτες και οι εμπορομανάβηδες.
Στο λιμάνι, δεκάδες καΐκια, μικρά ή μεγάλα προερχόμενα από τα νησιά, την Κρήτη, την Πελοπόννησο και άλλες περιοχές, ξεφόρτωναν κοφίνια και τσουβάλια με φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
Το εμπόρευμα συγκεντρωνόταν στα υπόστεγα από τους λαχαναγορίτες που είχαν πάγκους μέσα στην αγορά και από εκεί γίνονταν οι πωλήσεις λιανικής για το κοινό και οι μεταπωλήσεις χονδρικής προς τους μανάβηδες της ευρύτερης περιοχής.
Στα Λεμονάδικα, από τα ξημερώματα, δεκάδες μανάβηδες πήγαιναν για να κάνουν τα ψώνια τους για τις λαϊκές αγορές και τα μαγαζιά τους. Το χρήμα έπεφτε ζεστό πάνω στον πάγκο.
Οι λαχαναγορίτες όπως και οι μανάβηδες, που πήγαιναν για προμήθειες, είχαν πάντα γεμάτο πορτοφόλι. Έτσι, τα Λεμονάδικα και οι επονομαζόμενοι «λαχανάδες» (στην αργκό, λάχανο ή παντόφλα σήμαινε πορτοφόλι) ήταν διαρκής στόχος για τους πορτοφολάδες, γι αυτό και το τραγούδι αναφέρει:
Κυρ αστυνό , βρε κυρ αστυνό , κυρ αστυνόμε μη βαράς
κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είναι αυτή
και ρέφα μη γυρεύεις
Εμείς τρώμε, βρε εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα
εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν τακτικά
της φυλακής οι πόρτες
Άπειρα είναι τα συμβάντα που έχουν καταγραφεί στο αστυνομικό δελτίο, ιδιαίτερα από το 1922 έως το 1949, γεγονότα που δεν μπορούσαν να μην αναφερθούν από τους ρεμπέτες οι οποίοι κατέγραφαν την καθημερινότητα.
Ένα από τα δεκάδες περιστατικά, που όμως δεν είχε αίσιο τέλος για τους πορτοφολάδες, αφού συνελήφθησαν, καταγράφει στο τραγούδι του ο Βαγγέλης Παπάζογλου.
Μετά το 1922 και τον ερχομό των προσφύγων οι άνθρωποι πεινούσαν, δεν είχαν να φάνε, να ντυθούν και τα παιδιά τους δεν είχαν γάλα να πιουν.
Ο Παπάζογλου στην περιγραφή του δείχνει ότι το γεγονός είναι καθημερινό και συμβαίνει, καθένας πρέπει να επιβιώσει, έστω και με αυτόν τον τρόπο. Ο τελευταίος στίχος του είναι ξεκάθαρος: «Δεν μας φοβίζει ο θάνατος, μόν’ μας τρομάζει η πείνα».
Διαβάστε στη «ΜτΧ»: H φτωχογειτονιά που ο Τύπος αποκαλούσε η «γραφικoτέρα αθλιότης» και έγινε ταινία από τον Αλέκο Αλεξανδράκη, αλλά λογοκρίθηκε. Υπήρξε γκέτο της Αθήνας και οι κάτοικοι έβαζαν φρουρά για να ελέγχουν την είσοδο