Το 1965, η ακτή Βένις στην Καλιφόρνια ήταν η Μέκκα των χίπηδων.
Η παραλία ήταν γεμάτη μακρυμάλληδες, μουσικούς, συγγραφείς και κάθε είδους καλλιτέχνες.
Παρέες νεαρών ξάπλωναν στην άμμο, χόρευαν και αγόραζαν μαριχουάνα και LSD από τα περίπτερα και τις καφετέριες της ακτής.
Ο Τζιμ Μόρισον εγκαταστάθηκε σε αυτό τον επίγειο παράδεισο, αφού παράτησε τις σπουδές του στον κινηματογράφο.
Είχε αποτύχει παταγωδώς στην τελευταία εξέτασή του, όπου έπρεπε να γυρίσει μία δική του μικρού μήκους ταινίας.
Απογοητευμένος, άφησε πίσω του τον κινηματογράφο και αφοσιώθηκε στην πρώτη του αγάπη, την ποίηση.
Έμενε στη σοφίτα μιας αποθήκης. Για φως είχε μόνο ένα κερί, έτρωγε κονσέρβες και κοιμόταν σε ένα στρώμα στο πάτωμα.
Η λιτή ζωή δεν τον ενοχλούσε καθόλου, αφού κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών που τον κρατούσαν σε ένα συνεχόμενο high.
Ξεχνούσε να κοιμηθεί και να φάει, με αποτέλεσμα να χάσει απότομα σχεδόν είκοσι κιλά.
Ο Μόρισον ήταν όλη του τη ζωή παχουλός, αλλά το 1965 για πρώτη φορά έχασε τα παραπανίσια κιλά της εφηβείας.
Αδυνάτισε τόσο που αναδείχτηκε η εντυπωσιακή ομορφιά του προσώπου του, που μέσα σε λίγα χρόνια θα γινόταν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και επιθυμητά στον κόσμο.
Όλη μέρα, χαμένος στις σκέψεις του, σημείωνε φράσεις στο σημειωματάριό του.
Σταδιακά, οι φράσεις πήραν τη μορφή ποιήματος και αργότερα τραγουδιού, όταν επενδύθηκαν με τη μελωδία που σιγοψιθύριζε ο Μόρισον καθώς τις έγραφε.
Αργότερα, δήλωσε σε συνέντευξή του: “Νομίζω η μουσική μου ερχόταν στο μυαλό πρώτα κι ύστερα έφτιαχνα τα λόγια, για να πηγαίνουν με τη μελωδία”.
Η μοιραία συνάντηση
Κάποια μέρα του 1965, ο Τζιμ Μόρισον συνάντησε τον παλιό συμφοιτητή του, Ρέι Μάνζαρεκ.
Σε αντίθεση με τον Μόρισον, ο Μάνζαρεκ είχε τελειώσει με άριστα τη σχολή κινηματογράφου στο πανεπιστήμιο UCLA και οι ταινίες που είχε δημιουργήσει είχαν πάρει άριστες κριτικές.
Ο Μόρισον του έδειξε τα ποιήματά του και ο Μάνζαρεκ εντυπωσιάστηκε.
Ενθουσιασμένος, αναφώνησε: “Φτιάχνουμε ένα συγκρότημα ροκ και βγάζουμε ένα εκατομμύριο δολάρια”.
Αμέσως άρχισαν τις πρόβες.
Ο Τζιμ τραγουδούσε, αν και η φωνή ήταν ακόμα πολύ αδύναμη και ο ίδιος δεν είχε μεγάλη άνεση στη σκηνή.
Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ήταν ο Ρέι Μάνζαρεκ, οι δύο αδελφοί του, Ρικ και Τζιμ, ο ντράμερ Τζον Ντέσμορ και μία κοπέλα που έπαιζε μπάσο, της οποίας το όνομα δεν θυμόταν κανείς όταν πια έγιναν διάσημοι.
Ηχογράφησαν τα πρώτα τους τραγούδια και τα παρουσίασαν σε δισκογραφικές εταιρείες, αλλά καμία δεν τους προσέφερε συμβόλαιο.
Τελικά, γνώρισαν ένα κυνηγό ταλέντων για την εταιρεία “Columbia”, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για τον ήχο τους.
Του προσέφερε μια δοκιμαστική εξάμηνη περίοδο, κατά την οποία θα επέβλεπε τη δουλειά τους.
Ο Μόρισον ενθουσιάστηκε, γιατί η “Columbia” ήταν η δισκογραφική εταιρεία του Μπομπ Ντύλαν.
Όμως για μήνες, το συγκρότημα βρισκόταν σε αδράνεια.
Η Columbia δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον και οι “Doors” κατέληξαν να τρώγονται μεταξύ τους.
Οι δύο αδελφοί του Μάνζαρεκ αποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από τον 19χρονο κιθαρίστα Ρόμπι Κρίγκερ. Τους έλειπε όμως το μπάσο και ο ήχος τους έμοιαζε ανολοκλήρωτος.
Οι πρώτες εμφανίσεις
Κατάφεραν να βρουν μία μόνιμη δουλειά στο μαγαζί “London Fog”.
Ήταν ένα απ’ τα μπαρ πάνω στη Hollywood Boulevard, τον δρόμο όπου πρωτοεμφανίστηκαν μερικά απ’ τα μεγαλύτερα συγκροτήματα της ροκ σκηνής.
Το πιο δημοφιλές μαγαζί ήταν το Whiskey A Go Go, όπου σύχναζαν όλοι οι ροκάδες και στο οποίο έπαιζαν τα καλύτερα συγκροτήματα.
Το London Fog, αν και βρισκόταν στο σωστό σημείο, θεωρούνταν παρακμιακό.
Συγκέντρωνε περίεργο κόσμο, κυρίως πόρνες και εγκληματίες.
Ο ιδιοκτήτης του είχε το ίδιο όνομα με τον θρυλικό ληστή τρένων, Τζέσε Τζέιμς, και ήταν εξίσου αδίστακτος.
Εκμεταλλευόταν τους νέους και άσημους Doors, ζητώντας τους να παίζουν κάθε βράδυ για πέντε ώρες. Τους έδινε μόνο πέντε δολάρια τη βραδιά και αυτό, μόνο αν είχε έσοδα το μαγαζί.
Στα διαλείμματα, ο Μόρισον συνήθιζε να περπατά μέχρι το “Whiskey A Go Go” και να φαντάζεται ότι έπαιζε εκεί.
Whiskey A Go Go
Μετά από μερικούς μήνες συνεχών εμφανίσεων, το συγκρότημα άρχισε να δένεται.
Ο Μόρισον, που στην αρχή τραγουδούσε μαγκωμένος πάνω στη σκηνή, πλέον ένιωθε άνετος και χαλαρός.
Έπαιρνε τόσα πολλά ναρκωτικά που πίστευε ότι ήταν σε άλλο κόσμο.
Χάιδευε το κορμί του με ένα μαύρο μαντήλι, κουνούσε νωχελικά τα χέρια και το κεφάλι του και χρησιμοποιούσε τη φωνή του για να σαγηνεύει το κοινό.
Οι “Doors” άρχισαν να γίνονται γνωστοί στον κόσμο του Λος Άντζελες και κάποια μέρα πήγε να τους δει η όμορφη μελαχρινή Ρόνι Χάραν, που συνεργαζόταν με το Whiskey A Go Go.
Ήταν σίγουρη πως οι «Doors» θα είχαν λαμπρό μέλλον και τους ζήτησε να κάνουν μερικές εμφανίσεις στο μαγαζί. Κατάφερε να πείσει και τον ιδιοκτήτη του μπαρ, Έλμερ Βάλενταϊν, που τους αντιπαθούσε.
Οι εμφανίσεις των «Doors» στέφθηκαν με τεράστια επιτυχία. Ο κόσμος τους λάτρεψε.
Ο Μόρισον βρισκόταν πάντα υπό την επήρεια ναρκωτικών και η τρελή συμπεριφορά του γοήτευε ακόμα περισσότερο το κοινό.
Εκτός από τις αισθησιακές κινήσεις που συνόδευαν τα τραγούδια, συνήθιζε να φωνάζει πάνω στη σκηνή, βρίζοντας τον ιδιοκτήτη του μπαρ και τα άλλα συγκροτήματα που έπαιζαν.
Ο Βάλενταϊν τους απέλυε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, αλλά στο τέλος αναγκαζόταν να τους επαναπροσλάβει, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του κοινού.
Οι γυναίκες ήταν πάντα οι πιο σθεναροί υποστηρικτές του Μόρισον.
Αυτές ήταν και ο λόγος που οι «Doors» δεν έχασαν τη δουλειά τους στο Whiskey A Go Go.
Κάθε φορά που απολύονταν, εμφανιζόταν μία 14χρονη, φανατική θαυμάστρια του Μόρισον, μαζί με καμιά δεκαριά άλλες φίλες της, οι οποίες στέκονταν έξω από το μαγαζί σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Και δεν ήταν η μοναδική.
Σχεδόν κάθε γυναίκα που περνούσε τη πόρτα του μπαρ, ρωτούσε πότε θα εμφανιστεί ο αδύνατος τραγουδιστής των «Doors», με το δερμάτινο παντελόνι και τη σεξουαλική φωνή.
Ακόμα και οι χορεύτριες του μαγαζιού, που αντιμετώπιζαν τα πάντα με κυνισμό και χωρίς ίχνος ενθουσιασμού, τον παρακολουθούσαν με προσήλωση.
Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία του Μόρισον.
Και ακόμα, ήταν μόνο η αρχή.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikipedia