ΠΗΓΗ: Συναρπαστικές πολεμικές ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, Rick Beyer, εκδόσεις Κλειδάριθμος
Το 1885, ο υπουργός Πολέμου των ΗΠΑ Τζέφερσον Ντέιβις έπεισε το Κογκρέσο να εισαγάγει καμήλες για στρατιωτική χρήση. Ο Ντέιβις πίστευε ότι οι καμήλες μπορεί να αποδεικνύονταν πιο χρήσιμες από τα άλογα και τα μουλάρια στις σκληρές συνθήκες, παρόμοιες με τις ερήμους, που επικρατούσαν στο μεγαλύτερο μέρος των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών.
Εβδομήντα δύο καμήλες μεταφέρθηκαν από τη Μέση Ανατολή στο Τέξας. Εκεί έδειξαν γρήγορα την αξία τους.
Οι καμήλες μπορούσαν να μεταφέρουν περισσότερα από 370 κιλά στην πλάτη τους, να περάσουν μέρες ή και εβδομάδες χωρίς νερό, να μετακινηθούν ταχύτερα από τα άλογα και να τραφούν με βλάστηση της ερήμου την οποία τα άλλα ζώα δεν θα άγγιζαν.
Μαζί με τα πλεονεκτήματα τους όμως, οι καμήλες είχαν και μειονεκτήματα.
Η ισχυρή μυρωδιά τους τρέλαινε τα άλογα και τα μουλάρια, ενώ οι συνήθειες τους να στριγκλίζουν, να φτύνουν και να δαγκώνουν έκαναν τους οδηγούς του στρατού να τις μισούν.
Παρόλα αυτά, το 1858 ο νέος υπουργός πολέμου Τζον Φλόιντ ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τη χρήση των καμηλών που ζήτησε από το Κογκρέσο να υποστηρίξει την ιδέα σε μεγάλη κλίμακα και να εισαγάγει χίλιες καμήλες για στρατιωτική χρήση.
Ο Φλόιντ πίστευε ότι η ανωτερότητα των καμήλων θα έπειθε τους Ινδιάνους ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το ιππικό και θα τους έκανε να σταματήσουν τις επιδρομές.
Όμως το Κογκρέσο είχε άλλα στο μυαλό του.
Οι καμήλες ξεχάστηκαν καθώς η χώρα απορροφήθηκε από την αυξανόμενη ένταση μεταξύ Βορρά και Νότου.
Μετά το ξέσπασμα του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, η ενασχόληση του στρατού με τις καμήλες ξεχάστηκε τελείως.
Οι καμήλες του στρατού δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν αυτή την αρχική καμπή.
Μετά τον πόλεμο, οι καμήλες του στρατού που είχαν απομείνει πουλήθηκαν.
Τελικά, άλλες από αυτές αφέθηκαν ελεύθερες στην Αριζόνα, το Τέξας και τη Νεβάδα, όπου άρχισαν να ζουν σε άγρια κατάσταση.
Η τελευταία φορά που κάποιος είδε άγρια καμήλα ήταν το 1905 στην Αριζόνα.
ΠΗΓΗ: Συναρπαστικές πολεμικές ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, Rick Beyer, εκδόσεις Κλειδάριθμος