Στις 19 Μαϊου 1944, η Πέρλα Όβιτζ και η οικογένεια της, έφθασαν με το τρένο στο Άουσβιτς. Όταν κατέβηκαν από το βαγόνι οι φρουροί των SS σοκαρίστηκαν με τη θέα αυτής της εβραϊκής οικογένειας.
Η Πέρλα και 6 από τα αδέλφια της, δεν ξεπερνούσαν σε ύψος το ένα μέτρο. Ήταν δυο αγόρια και πέντε κορίτσια.
Όλα τα παιδιά ήταν άψογα ντυμένα ενώ ειδικά οι κοπέλες ήταν μακιγιαρισμένες και χτενισμένες στην εντέλεια. Συνολικά ήταν δέκα αδέλφια, τα επτά νάνοι και τα τρία είχαν το μέσο ύψος.
Οι φρουροί, είχαν εντολή να μην τους αφήσουν μαζί με τους υπόλοιπους Εβραίους που έφθασαν στο στρατόπεδο εκείνη την ημέρα. Ο επικεφαλής τους ενημέρωσε ότι επρόκειτο για τον «Λιλιπούτειο Θίασο», που έκανε μεγάλη καριέρα στον χώρο του θεάματος και η φήμη του απλωνόταν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ηθοποιοί και τραγουδιστές, που στα παρασκήνια τους βοηθούσαν τα ψηλότερα μέλη της οικογένειας.
Η οικογένεια απομονώθηκε από τους υπόλοιπους κρατούμενους, μέχρι να ενημερώσουν τον γιατρό Γιόζεφ Μένγκελε. Φυσικά δεν είχαν ιδέα τι τους περίμενε. Είχαν καταφέρει να γλυτώσουν όλα τα χρόνια του πολέμου, πλαστογραφώντας τα προσωπικά τους έγγραφα για να μην φαίνεται ότι ήταν Εβραίοι. Τελικά τους εντόπισαν και έτρεμαν για το μέλλον τους.
Ο «Δρ. Θάνατος»
Η οικογένεια Όβιτζ, όσο περνούσε η ώρα καταλάβαινε ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά.
Η πρώτη ανάκριση δεν άργησε να πραγματοποιηθεί, από έναν αξιωματικό ο οποίος τους ρωτούσε επίμονα για την καταγωγή και το οικογενειακό τους δένδρο.
Τότε έδωσε και την εντολή να ξυπνήσει ο γιατρός του στρατοπέδου.
Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα, όμως ο αξιωματικός έκρινε ότι δεν έπρεπε να χάσει το θέαμα της ασυνήθιστης οικογενειας.
Ο διαβόητος dr Μένγκελε είχε μανία με τα τα ασυνήθιστα άτομα που αποκαλούσε»φρικιά» και ο αξιωματικός ήξερε καλά αυτή του την εμμονή. Ο 34χρονος ιατρός, που έμεινε στην ιστορία για τα μακάβρια επιστημονικά πειράματα, τις δολοφονίες και τους ακρωτηριασμούς, έτρεξε αμέσως μόλις πληροφορήθηκε για την έλευση των νάνων. Μόλις τους είδε ξεκίνησε τις ερωτήσεις. Όλες επίμονες, όλες προσβλητικές.
Το αυστηρό και προσβλητικό ύφος του δεν λύγισε την οικογένεια, η οποία απαντούσε στις ερωτήσεις του «χορωδιακά».
Εκείνο το βράδυ σώθηκαν από τον θάλαμο αερίων 22 άνθρωποι. Οι 7 ήταν οι Όβιτζ.
Όμως η συνέχεια της διαμονής τους στα στρατόπεδο του θανάτου, έκρυβε πόνο και εξευτελισμό.
Ο Μένγκελε, φρόντισε να έχουν λίγο καλύτερη μεταχείριση από τους υπόλοιπους κρατούμενους. Για παράδειγμα, έτρωγαν το ίδιο φαγητό με όλους αλλά δεν τους ξύρισαν το κεφάλι. Επίσης, έκαναν την ανάγκη τους σε παιδικά γιο γιο από αλουμίνιο, που ανήκαν σε νήπια τα οποία είχαν βρει φρικτό θάνατο μέσα στους θαλάμους αερίων.
Ο Μένγκελε είχε δώσει εντολή να ελέγχουν πάντα αν ήταν καθαρά, γιατί ήταν από τη φύση του υποχόνδριος.
Το τίμημα
Στο ιατρείο του οι εξετάσεις ήταν εξαντλητικές. Τους υπέβαλε σε εκατοντάδες ακτινογραφίες και από τις πολλές αιμοληψίες, τους είχε σχεδόν αφαιμάξει. Όλα όμως την ίδια μέρα. Η ποσότητα του αίματος που πήραν ήταν πολύ μεγάλη και σε συνδυασμό με την εξάντληση από την πείνα, κάθε λίγο λιποθυμούσαν. Μόλις συνέρχονταν, η διαδικασία συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό.
Εκτός από το μαρτύριο της αφαίμαξης, τους έκαναν προληπτικό έλεγχο για σύφιλη. Ακολούθησε μια σειρά από βασανιστήρια με εναλλαγή παγωμένου και καυτού νερού στο πρόσωπο για να ελέγξουν τα αντανακλαστικά τους. Μερικούς τους τύφλωσε με χημικά, σε άλλους έβγαλε δόντια μαλλιά, μυελό των οστών και νύχια για επιπλέον εξετάσεις, σχετικές με κληρονομικές ασθένειες.
Οι νάνοι από φόβο, δεν αρνούνταν ποτέ τη συνεργασία, ό,τι και να τους ζητούσε.
Άλλωστε είχαν δει να εκτελούνται μπροστά τους δύο άλλοι δίδυμοι και να βράζουν τα κόκαλά τους για να εκτεθούν σε μουσείο. Επίσης τους βιντεοσκόπησε αλλά το φιλμ δε βρέθηκε. Λογικά το πήρε μαζί του όταν έφυγε από το στρατόπεδο.
Η παράσταση
Μια μέρα, ο Μένγκελε πλησίασε τα λιλιπούτεια αδέρφια, κρατώντας μια τσάντα γεμάτη με είδη μακιγιάζ.
Τους ζήτησε να ετοιμαστούν και να παρουσιαστούν σε μια εκδήλωση, στην οποία θα παρευρίσκονταν σημαντικοί καλεσμένοι. Πιστεύοντας ότι θα τους εκτελέσει, η Πέρλα μαζί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ξεκίνησαν να ετοιμάζονται για την «τελευταία παράσταση».
Μεταφέρθηκαν σε ένα νεόδμητο κτήριο των SS και κλήθηκαν να παρουσιαστούν μπροστά σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς . Το ακροατήριο έμεινε εμβρόντητο όταν τα μικροσκοπικά πλάσματα άρχισαν να περιφέρονται ανάμεσά τους. Ο Μένγκελε, παρουσίασε τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών του με τίτλο»Παραδείγματα της εργασίας στην Ανθρωπολογική και Κληρονομική Βιολογία».
Σκοπός του ήταν να αποδείξει τον ισχυρισμό του για τον υποτιθέμενο εκφυλισμό της εβραϊκής φυλής. Στο πλαίσιο της έρευνάς του είχε διαπράξει ακρωτηριασμούς, φρικτά πειράματα και εξαντλητικές εξετάσεις όπως στη νέα ανακάλυψη, τους νάνους Όβιτζ.
Επειδή όμως δεν είχε άλλες χειροπιαστές αποδείξεις, αποφάσισε να ξεγυμνώσει τα 7 αδέρφια και να τα κάνει πειραματόζωα, μπροστά στα μάτια των «εκλεκτών» καλεσμένων του.
Επιδείκνυε τα κακοποιημένα από τους συνεχείς ελέγχους και πειραματισμούς, γεννητικά τους όργανα και τους εξευτέλιζε. Μερικοί χλεύαζαν, άλλοι επευφημούσαν και ορισμένοι πλησίασαν γεμάτοι περιέργεια για να ακουμπήσουν και περιεργαστούν τα «μικρά τερατάκια», όπως τους αποκαλούσαν.
Η σωτηρία
Το τέλος των βασανιστηρίων τους, ήρθε τον Ιανουάριο του 1945, μαζί με την προέλαση του ρωσικού στρατού. Ο Μένγκελε, άρπαξε τα αρχεία των ερευνών του και εξαφανίστηκε.
Οι νάνοι, έφτασαν στο σπίτι τους μετά από πεζοπορία που κράτησε 7 μήνες. Επέστρεψαν στην τέχνη τους και εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ το 1949. Το 1955 αποσύρθηκαν και αγόρασαν ένα θεατρικό χώρο. Τα αγόρια έκαναν παιδιά κανονικού ύψους και τα κορίτσια δεν μπόρεσαν να μείνουν έγκυες λόγω της μικρής τους λεκάνης.
Η Πέρλα Όβιτζ που πέθανε το 2001, διηγήθηκε την ιστορία τους: «Ο δρ. Μένγκελε ήταν σαν σταρ του σινεμά. Κάθε γυναίκα θα μπορούσε να τον ερωτευτεί. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το τέρας που έκρυβε μέσα του. Αν οι δικαστές με ρωτούσαν αν ήθελα να τιμωρηθεί, θα έλεγα να τον αφήσουν ελεύθερο. Η ζωή τιμωρεί χειρότερα».
Ο Γιόζεφ Μένγκελε μπορεί να διέφυγε από την δικαιοσύνη, αλλά πέθανε από εγκεφαλικό στην προσπάθεια του να μην πνιγεί το 1979, γεγονός που η Πέρλα αναγνωρίζει ως θεία δίκη.
H εξομολόγηση της Πέρλα Όβιτζ: