Ο Δημήτριος Νικ. Δημητρίου έμεινε στην ιστορία με το όνομα Νικηφόρος. Ήταν το αντάρτικο προσωνύμιό του.
Ο Νικηφόρος γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1921 στην Αγόριανη Παρνασσού και ήταν ο πρωτότοκος από τα έξι παιδιά της οικογένειας.
Ο πατέρας του, Νικόλαος, ήταν δάσκαλος και βασιλικών φρονημάτων.
Ο Νικηφόρος ήταν μόνιμος αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων και πολέμησε ως ανθυπίλαρχος κατά των Γερμανών στη Δοϊράνη και προτάθηκε για ηθική αμοιβή.
Από τις 10 Αυγούστου του 1942 πήρε μέρος στη Αντίσταση του ΕΛΑΣ και ήταν ο πρώτος αντάρτης- μόνιμος αξιωματικός.
Όταν επέστρεψε στο χωριό του από το μέτωπο δεν είχε αποφασίσει να βγει στο βουνό. Μια μοιραία συνάντηση όμως στο καφενείο της Αγόριανης τον οδήγησε να πάρει τη απόφαση να οργανώσει ένοπλη αντιστασιακή ομάδα.
Έτσι βρέθηκε να είναι διοικητής της εφεδρείας στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, τον Νοέμβριο του 1942.
Η «σπίθα» του να γίνει αντάρτης άναψε από μια συζήτηση στο καφενείο του χωριού του, όπου κάποιος τον προκάλεσε, υποτιμώντας τα μέχρι τότε κατορθώματά του στον πόλεμο. Ο ίδιος έχει περιγράψει αυτή τη σκηνή που τον ώθησε να βγει στο βουνό στο βιβλίο που επανακυκλοφορεί με τίτλο «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ».
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:
Γύρισα πάλι στο χωριό μου. Βρήκα μια κατάσταση πολύ βαρύτερη από πριν. Και στο σπίτι και στο χωριό. Είπα να ξεκουραστώ λίγο από το ταξίδι, αλλά το σπίτι μας ήταν όλο σα νάχαμε πένθος. Σηκώθηκα και κατέβηκα στα μαγαζιά. Οι πιο πολλοί χωριανοί μαζεύονταν στο καφενείο του μπαρμπα-Θανάση του Κοφίνη. Γύρευαν τη συντροφιά ο ένας του άλλου ο τρομαγμένος κόσμος.
Βρήκα το καφενείο γεμάτο παρέες και καπνούς. Είχε μια πάφλινη σόμπα στη μέση κι έκαιγε στα γεμάτα. Στη δεξιά γωνία μπαίνοντας, κρέμονταν μια-δυο βελέντζες απλωμένες σε καδρόνια επίτηδες βαλμένα και γινόταν έτσι ένα ιδιαίτερο. Εκεί κλεινόταν η παρέα για το πόκερ. Ο Αργύρης ο Βελέντζας από τους ταχτικώτερους (όλη σχεδόν η παρέα του πόκερ ήσαν ταχτικοί!).
Μπήκα στο καφενείο και χαιρέτησα. Με υποδέχτηκαν χαρούμενα καλωσορίσματα. «Έλα κάτσε!» μου λέγανε. Μούκαμαν θέση και κάθησα στον κύκλο της σόμπας. Γύρω, ξανάρχισαν να βροντάνε τα χαρτιά τους στα τραπέζια όσοι έπαιζαν, ξανάρχισαν και τα σχόλιά τους οι απόξω.
― Τι θα πάρεις; με ρώτησαν μερικοί.
― Ένα καφεδάκι ερζάτς! – φώναξε ένας από πίσω. Την είχανε μάθει την παρδαλή ξένη λέξη όλοι στο χωριό κι όταν θέλανε να κοροϊδέψουν ένα πράγμα ψεύτικο ή να γελοιοποιήσουν μια κουβέντα, όλο ερζάτς έλεγαν. Πήρα ένα τσίπουρο.
― Τι νέα μας φέρνεις; – ρώτησε ένας και ήταν η ερώτηση που θέλανε να κάμουν όλοι. Περίμεναν με προσοχή ν’ ακούσουν.
Τους αποκρίθηκα: «Τα γνωστά. Τα ξέρετε» και τους είπα τι γράφανε οι εφημερίδες, τι συζητιόταν στη Λαμία. Ότι οι Γερμανοί προχωρούσαν παντού ακάθεκτοι, ότι είναι ακαταγώνιστοι. Και η Ρωσία, ζήτημα αν θα κρατούσε ένα-δυο μήνες ακόμα – μέρα με τη μέρα έπεφτε η Μόσχα.
Ξανάπαψαν τα βροντήματα στα τραπέζια, έγινε μια στενόχωρη παραπονεμένη σιωπή. Τέτοια πάντα αποθαρρυντικά νέα!…
Τότε ξαφνικά αντήχησε στο καφενείο σκληρή και προκλητική εναντίον μου μια ψυχρή φωνή:
― Η Μόσχα, Μήτσο, δεν πρόκειται να πέσει. Βγάλτε το απ’ το νου σας! Θάναι ο τάφος τους!
Ήταν σα να μούδωσαν μια βιτσιά στα μούτρα. Γύρισα και είδα τον Κομνά Κοφίνη, με κάτι πάλευε μπροστά του και ενώ κρατιόταν ήρεμος το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο. Δεν ξανάχα έρθει ποτέ σε προστριβή με τον Κομνά (φοιτητής της νομικής, λίγο μεγαλύτερός μου) και δεν ήθελα να έρθω προπαντός εκείνη τη στιγμή, αλλά είχα πειραχτεί. Του είπα λοιπόν ότι η γνώμη του είναι αστήρικτη, όλοι οι ειδικοί προβλέπουν αυτό που υποστήριζα εγώ.
― Εδώ είμαστε και θα το δούμε! – αποκρίθηκε ερεθισμένος κι ο Κομνάς. ― Είναι πιο ειδικοί εκείνοι που έβαλαν καθήκον να μην πέσει η Μόσχα και να συντριβούν οι Γερμανοί.
― Αυτό είναι μια ωραία επιθυμία – ξαναείπα εγώ. ― Μπορεί να πιστεύει κανείς σε κάτι αλλά όχι και να τυφλώνεται, να μη βλέπει τα γεγονότα.
― Άλλα πράγματα περίμενε ν’ ακούσει ο κόσμος από τους έλληνες αξιωματικούς, – μου πετάει ο Κομνάς.
Τότε κι εγώ προσβλήθηκα και τούπα απότομα:
― Οι έλληνες αξιωματικοί κάμανε με το παραπάνω το καθήκον τους και να τ’ αφήσουμε στην άκρη αυτό το τροπάρι.
― Το καθήκον δεν τελειώνει ποτέ, – μου ρίχτηκε ξανά ο Κομνάς. ― Το ξέρεις κι εσύ! Τώρα η πατρίδα είναι σε πιο δεινή θέση, ποιος ρωτάει τι και πόσα κάματε πριν; Σε ποιον θα το πεις για να σου επιτρέψει να ησυχάσεις;
Στο καφενείο είχε απλωθεί άκρα σιγή. Είχαν πάψει οι πρέφες, οι παίχτες είχαν μείνει κρατώντας τα χαρτιά στα χέρια και όλοι είχαν γυρίσει, παρακολουθώντας δίχως άχνα τη συζήτηση. Καταλάβαινα την ανάσα τους γύρω μου, είχα μπλέξει άσχημα. Μόνο στο ιδιαίτερο του πόκερ το παιγνίδι συνεχιζόταν, γελούσαν, ο χαμένος βλαστημούσε το κακό χαρτί, είχαν το δικό τους χαβά αυτοί και μέσα στην ιερή σιωπή η φασαρία τους ακουγόταν παράταιρη κι ενοχλητική.
― Δηλαδή – φώναξα εγώ στον Κομνά νομίζοντας ότι βρήκα τρόπο να βγω από τη δύσκολη θέση – γιατί μόνο για τους αξιωματικούς αυτός ο έλεγχος; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με το αν θα πέσει η Μόσχα ή όχι;
― Έχουν και παραέχουν! Κάθονται οι έλληνες αξιωματικοί στα καφενεία και χαίρονται να προφητεύουν τη νίκη της Γερμανίας! Αυτό είναι το καθήκον τους; Σε ρωτάω;
Αυτό ήταν καινούριο χτύπημα και μ’ αιφνιδίασε. Κάτι αλλοιώτικο υποψιάστηκα μέσα μου. Τι ήθελε να πει ο Κομνάς; Με πρόλαβε μια φωνή από το πόκερ:
― Μωρέ, εμείς από την Αγόριανη θα λύσουμε τα ζητήματα της Οικουμένης; Δεν τηράτε που θα τα τεζώσουμε κι εμείς και τα παιδιά μας;
Τότε ο Κομνάς!… Αλλά αυτός ο άνθρωπος σα να είχε κάποιο σχέδιο! Γύρισε αυτοστιγμή στο χωριανό πούχε φωνάξει και τούπε σαρκαστικά:
― Κι εκείνοι στη Ρωσία, Δήμο, γιατί νομίζεις ότι πολεμούν; Για τα παιδιά τους πολεμούν! Για να μην πεθάνουν! Και οι δικοί μας παππούδες το 21, γιατί νομίζεις ότι πήρανε τα όπλα; Να, κι εκείνοι, το ψωμί τούς άρπαζαν οι Τούρκοι, πέθαιναν τα παιδιά τους, μαύριζε-μαύριζε το μάτι τους, γι’ αυτό άρπαξαν τα καρυοφίλια και πήραν τα βουνά.
Έμεινα σύξυλος. Ένας πελώριος σεισμός άρχισε να βουίζει μέσα στο κρανίο μου. Ξεκολλούσε το μυαλό μου και το φως μου θάμπωσε. Καταλάβαινα και τους χωριανούς μου γύρω, τους είχε πιαστεί κι αυτουνών η ανάσα. Κι από το πόκερ, είχαν σταματήσει να παίζουν, άνοιξαν δυνατά τις κουρελούδες και φάνηκαν τα πρόσωπά τους κατάπληκτα… Άρατε πύλας!…
― Ακριβώς έτσι-δα γίνεται η ιστορία, χωριανοί! – εξακολούθησε ο Κομνάς συναρπασμένος. ― Σαν κι εμάς, σαν κι εσάς ακριβώς ήσαν οι Κολοκοτρωναίοι, και οι Καραϊσκάκηδες, και οι Αντρουτσαίοι, κι ο δικός μας ο Κομνάς ο Τράκας… Να! Εδώ παρακάτω είναι ο σταθμός του Μπράλλου, είκοσι-είκοσι πέντε ιταλοί. Δέκα-δεκαπέντε τουφέκια να μαζευτούμε, τους αρπάζουμε στα χέρια σε μια νύχτα. Φορτώνουμε και τα τρόφιμά τους που έχουν μπόλικα και πιάνουμε κατόπιν τα καραούλια μας ν’ αντιλαλάει ο τόπος καινούρια καρυοφίλια. Να φκιάσουμε κι εμείς το δικό μας 21!
Τότε αντήχησε ολάξαφνα μια άγρια κραυγή.
― Εμπρός! Να ξεκινήσουμε! – Και τραντάχτηκαν τα μηνίγγια μας.
Είχε σηκωθεί ορθός κι έτρεμε ολόκληρος ένας αξούριστος μεσόκοπος χωριανός, κατάχλωμος. Αναστατώθηκε το καφενείο, μιλούσαν όλοι μαζί. Εγώ είχα εκμηδενιστεί. Τεντωμένος στην καρέκλα μου και σκυφτός, ανάσαινα δύσκολα, το μυαλό μου έγινε σαν ένας τροχός που έφευγε μπροστά μου κυλώντας και γυρίζοντας με ίλιγγο και πετώντας σκληρές φωτιές. Με τράνταζε μια πικρή οργή με τον εαυτό μου, η αποκάλυψη ήταν συντριπτική – τόσο απλό, τόσο θαμπερό, τόσο ωραίο πράγμα, τόσο κοντά μου, τόσο προσιτό, τόσο δικό μου και να πρέπει να με τραβήξουν περιφρονητικά από το μανίκι για να μου το δείξουν!… Δε μπορούσα να ησυχάσω!…
Η ταραχή συνεχιζόταν στο καφενείο. Πέφτανε η μια κοντά στην άλλη οι ιδέες. Τα τραπουλόχαρτα κείτονταν περιφρονημένα πάνω στα τραπέζια και οι καρέκλες μαρτυρούσαν από την ταραχή που δονούσε όλα τα κορμιά. Όρθιοι και καθιστοί οι χωριανοί πρότειναν όλοι λεπτομέρειες, κατάστρωναν το σχέδιο για την επιχείρηση στο σταθμό του Μπράλλου. Ο σπινθήρας είχε μεταδώσει μια ακαριαία πυρκαγιά. Ύστερα καταλάγιαζε σιγά-σιγά η πρώτη, η πελώρια έξαψη. Στα πρόσωπα των χωριανών ακτινοβολούσε γιορταστική ευφροσύνη. Ήταν η ώρα μου να πω κάτι. Σιγά-σιγά, κατάλαβα πως το περίμεναν οι χωριανοί.
― Χωριανοί – είπα βραχνά – αυτή την ώρα έγινε εδώ ένα πράγμα συγκλονιστικό. Που, να είστε βέβαιοι, θα το γράψει η Ιστορία! Είδαμε όλοι ξαφνικά ποιος είναι ο δρόμος μας σαν Έλληνες. Συμφωνώ με όλους σας, πρέπει να ξεκινήσουμε!
Ούτε θυμάμαι τι άλλο είπα. Αισθανόμουν ντροπιασμένος απέναντί τους. Γύρισα στο σπίτι τσακισμένος. Στιγμές-στιγμές μου φαινόταν ότι ζω ένα όνειρο, η σκέψη μου, η φαντασία μου έτρεχαν αφηνιασμένες. Ποτέ άνθρωπος δε μπορεί νάναι πιο βέβαιος για μια απόφασή του από όσο ήμουν κι εγώ εκείνη την ώρα, έχοντας πάρει τη δική μου απόφαση. Μπήκα στο σπίτι μας εντελώς άλλος άνθρωπος. Τώρα ήταν κι αν ήταν τα προβλήματα που θα είχε ν’ αντιμετωπίσει ο δυστυχής πατέρας μου.