Το 1938, η Μαίρη Μπρατσάκη άνοιξε ένα καπελάδικο στην οδό Μητροπόλεως 48.
Πάνω από τη βιτρίνα, έγραφε «άνθη» και «πτερά», διαφημίζοντας τα υλικά με τα οποία στόλιζε τις δημιουργίες της.
Ήταν η πρώτη από την οικογένειά της που ασχολήθηκε με τη μόδα, αλλά τότε συνηθιζόταν οι γυναίκες να ανοίγουν καταστήματα με καπέλα και είδη ρουχισμού.
Ήταν μία από τις λίγες δουλειές που άρμοζαν περισσότερο σε γυναίκες παρά σε άντρες.
Τη δεκαετία του ’30 και του ’40, τα καπέλα υπήρχαν παντού.
Ήταν απαραίτητο μέρος της γκαρνταρόμπας κάθε άντρα και γυναίκας.
Ένας άντρας που δεν φορούσε καπέλο ήταν ένας «άντρας χωρίς παντελόνια» για την κοινωνία.
Στο βιβλίο «Μεγάλες Προσδοκίες» του Τσαρλς Ντίκενς, ο συγγραφέας αρκούσε να γράψει ότι ο Μάγκγουιτς «ήταν ένας άντρας χωρίς καπέλο», για να τονίσει πόσο ρακένδυτος και εξαθλιωμένος ήταν ο κατάδικος που τρομοκράτησε τον 7χρονο Πιπ, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου.
Κάθε άντρας, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και εισοδήματος, έπρεπε να φορά καπέλο όταν βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, επειδή ήταν φτωχοί, αγόραζαν ένα καπέλο, το οποίο κρατούσαν ίσως εφ΄όρου ζωής.
Οι μόδες ήταν κλασικές και απαράλλαχτες, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να αγοράζουν συνέχεια καινούρια. Εκτός φυσικά αν κάποιος ανήκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη και είχε την πολυτέλεια να συνδυάζει κάθε καπέλο με το καθημερινό του ντύσιμο. Άλλωστε αυτό ήταν ένα προνόμιο των εύπορων, που το επιδείκνυαν.
Καπέλο πάντως είχαν όλοι. Γι αυτό και ήταν δημοφιλής η φράση: «Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω!»
Γιατί θα ήταν αδιανόητο για ένα σοβαρό κύριο να κυκλοφορεί ασκεπής.
Το πιο διαδεδομένο καπέλο ήταν η «φεδόρα».
Τα φορούσαν άντρες κάθε κοινωνικής τάξης στα μέσα του 20ου αιώνα, αν και πρώτη φορά εμφανίστηκαν πάνω στο κεφάλι μια γυναίκας.
Το 1882, η θρυλική ηθοποιός Σάρα Μπέρνχαρτ υποδύθηκε την «Πριγκίπισσα Φεδόρα», που φορούσε το καπέλο που αργότερα πήρε το όνομα του χαρακτήρα.
Αρχικά, έγινε σύμβολο των απελευθερωμένων γυναικών και των φεμινιστριών, αλλά τη δεκαετία του 1920, άρχισε να φοριέται από τον Πρίγκιπα Εδουάρδο της Βρετανίας και έγινε ανάρπαστο στους άντρες.
Αργότερα, στα μέσα του αιώνα, συνδέθηκε με τους θρυλικούς γκάνγκστερ της Αμερικής και με σταρ όπως ο Φρανκ Σινάτρα. Το ίδιο φορούσε και ο Ιντιάνα Τζόουνς.
Σήμερα, είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα καπέλα παγκοσμίως.
Τα πιο ακριβά είναι τα «Μπορσαλίνο», μία ιταλική μάρκα που φημίζεται για την εξαιρετική ποιότητα των προϊόντων της.
Οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες συχνά διέθεταν και ημίψηλα καπέλα, τα οποία διαφήμιζαν την κοινωνική τους τάξη και οικονομική ισχύ.
Στο κατάστημα «Μαίρη», που λειτουργεί μέχρι σήμερα, αν και μετακόμισε το 1995 στην οδό Σταδίου 39, υπάρχει ένα ημίψηλο του 1920, που η τιμή του ξεπερνά τα 600 ευρώ.
Ένα άλλο δημοφιλές στυλ καπέλων, που συναντάται κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, είναι το καπέλο «Παναμά».
Οι περισσότεροι το αναγνωρίζουν από ταινίες, όταν η δράση επικεντρώνεται σε ηλιόλουστες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Τα καπέλα «Παναμά», σε αντίθεση με το όνομά τους, κατασκευάζονται αποκλειστικά και μόνο στο Εκουαδόρ.
Σε δύο χωριά του Εκουαδόρ, το Jipijapa και το Montecristi, οι κάτοικοι χρησιμοποιούν ίνες φοινικόδεντρων, για να κατασκευάσουν τα διάσημα χειροποίητα καπέλα.
Πήραν το όνομά τους το 1904, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Θίοντορ Ρούσβελτ φόρεσε ένα, στα εγκαίνια της διώρυγας του Παναμά.
Έκτοτε έχουν διαδοθεί σε όλο τον κόσμο και η τιμή τους σήμερα ξεκινά από 70 ευρώ, αλλά μπορεί να φτάσει και τα 1.000.
Οι τραγιάσκες, καπέλα που ο κόσμος συνήθως συνδέει με τις εργατικές τάξεις, λέγεται ότι πήραν το όνομά τους από τις ζητωκραυγές των Ρουμάνων τουριστών, που φώναζαν «traiasca», δηλαδή «ζήτω», όταν έφταναν στην Ελλάδα.
Η εγκυρότητα της ιστορίας δεν έχει εξακριβωθεί, αλλά σίγουρα κολακεύει τη χώρα μας.
Στις γυναίκες, οι απαιτήσεις για ποικιλία ήταν πιο αυστηρές, καθώς υπήρχαν και περισσότερα μοντέλα που μπορούσαν να φορέσουν.
Κάθε γυναίκα μπορούσε να επιλέξει τι θα αγόραζε, ανάλογα με τις καθημερινές της ανάγκες και την οικονομική της άνεση.
Τα πιο δημοφιλή όμως, ήταν τα λεγόμενα καπέλα «κουάφ» που κάθονταν σφιχτά γύρω από τα μαλλιά.
Τα «κουάφ», εκτός από το ότι έδωσαν στους Γάλλους τη λέξη «coiffure» που σημαίνει κούρεμα, διέθεταν βέλο, το οποίο έπεφτε μπροστά από τα μάτια των γυναικών.
Αργότερα, έγιναν γνωστά μέσω ταινιών, που έδειχναν μαυροντυμένες, αλλά κομψές χήρες, να καλύπτουν το πρόσωπό τους με ένα διχτυωτό βέλο.
Χρησιμοποιούνταν συχνά κι από τους ενδυματολόγους της θρυλικής σειράς των ’80s, «Δυναστεία».
Πριν όμως γίνουν διάσημα στον κινηματογράφο, τα κουάφ ήταν τα αγαπημένα καπέλα των γυναικών, σχεδιάζονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες κάθε πελάτισσας και το βέλο θεωρούνταν ένα είδος «τσαχπινιάς» που τόνιζε, παρά έκρυβε, τα μάτια και το βλέμμα.
Η σημασία των καπέλων στην καθημερινή ένδυση μειώθηκε σημαντικά από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα.
Οι ιστορικοί αποδίδουν αυτή την αλλαγή στη διάδοση του αυτοκινήτου.
Ο κόσμος κυκλοφορούσε λιγότερο με δημόσια μέσα και προτιμούσε τον πιο «ιδιωτικό» χώρο του αυτοκινήτου, στον οποίο όμως δεν υπήρχε αρκετά ψηλή οροφή, ώστε να χωρέσει το καπέλο.
Σταδιακά, οι ώρες που χρησιμοποιούνταν μειώθηκαν.
Παράλληλα, οι νέοι της δεκαετίας του ’60 επαναστατούσαν ενάντια των παραδοσιακών κανόνων της κοινωνίας.
Επέλεγαν να μην φορούν καπέλα, ούτε σακάκια και πουκάμισα, αλλά τζιν και φανέλες, που μέχρι τότε ήταν ανεπίτρεπτα.
Η αλλαγή στη μόδα επισφραγίστηκε όταν κι ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι, άρχισε να εμφανίζεται δημοσίως χωρίς καπέλο.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα καταστήματα καπέλων, η «Μαίρη» λειτουργεί ακόμα, 77 χρόνια μετά τα εγκαίνια του καταστήματος.
Απ’ το μαγαζί τους έχουν περάσει θρύλοι όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, που αγόρασε ένα ψάθινο καπέλο, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, όταν συνέθετε τη μουσική για το άλμπουμ «1942: Conquest of Paradise» και η Μαρίκα Μητσοτάκη, που παρήγγειλε ένα «κουάφ», για να το φορέσει στην επίσκεψή της στο Βατικανό.
Πλέον, το κατάστημα διευθύνουν οι εγγονοί της Μαίρης, Χρήστος και Ξενοφώντας Μεταξάς.
Όπως μας λένε, υπάρχει ακόμα κόσμος που αγοράζει καπέλα.
Οι πελάτες τους είναι συνήθως άνω των 50, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί πολύ εικοσάρηδες που ζητούν μία αυθεντική φεδόρα ή ένα καπέλο παναμά.
Οι κοπέλες κυρίως ψάχνουν ένα «τυρμπάν», που έχει επανέλθει στη μόδα.
Έχουν και αφοσιωμένους πελάτες από το εξωτερικό, την Αυστραλία και την Τουρκία, που όποτε επισκέπτονται την Ελλάδα, περνάνε πάντα από το μαγαζί.
Είτε είναι φεδόρα, είτε παναμά, είτε ημίψηλο, τα καπέλα μένουν ίδια, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Μία σταθερή, κλασσική μόδα που δεν χάνει την αξία της.