Ο Δημήτρης Κουλούρης ήταν ένας από τους πιο γνωστούς φωτορεπόρτερ, κυρίως γιατί ήταν επί πολλά χρόνια η σκιά του Αριστοτέλη Ωνάση και των προσώπων του περιβάλλοντός του. Ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που ακολούθησε τη λογική των παπαράτσι, τραβώντας φωτογραφίες από διάσημους, σε στιγμές που δεν θα ήθελαν να φωτογραφηθούν.
Η Τζάκι ήταν φυσικά ένα από τα αγαπημένα «θέματα» του Κουλούρη και παρακάτω μπορείτε να δείτε μερικές από τις φωτογραφίες του.
Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τον γάμο με τον Τζον Κένεντι και πέντε από τη δολοφονία του Αμερικανού προέδρου. Η Τζάκι έφτανε στην Ελλάδα για να παντρευτεί τον Έλληνα μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση, στις 20 Οκτωβρίου του 1968 στο εκκλησάκι της Παναγίτσας στον Σκορπιό.
Ήταν ένα κοσμικό γεγονός παγκοσμίου ενδιαφέροντος. Οι φωτογράφοι κρέμονταν σαν τσαμπιά από τα καΐκια που είχαν πλευρίσει στο νησί.
Ανάμεσα τους και ο Δημήτρης Κουλούρης.
Από τότε δεν άφησε ήσυχη ούτε λεπτό την πρώην πρώτη κυρία των Η.Π.Α. Ωστόσο, βοηθούσε και το στυλ της. Ήταν μια γυναίκα που ήξερε πώς να μην περνά απαρατήρητη.
Είχε τον αέρα της σταρ. Ήταν κλασάτη, γοητευτική, με αξεπέραστο στυλ. Ο φακός τη λάτρευε, ίσως γιατί και η ίδια στο ξεκίνημα της καριέρας της έκανε φωτογραφικά αφιερώματα στην εφημερίδα, «The Washington Times Herald».
Έτσι, ήταν εξοικειωμένη με τους φωτογράφους.
Στις εμφανίσεις της ήταν πάντοτε σικ.
Διαμόρφωνε τάσεις στη μόδα και πολλές γυναίκες προσπαθούσαν να αντιγράψουν το ντύσιμό της.
Οι μεγαλύτερες εφημερίδες εκείνης της εποχής έγραφαν ότι είναι ραφινάτη, σνομπ στον σωστό βαθμό, σίγουρη για τον εαυτό της, χωρίς λάθη εθιμοτυπικά, μιλούσε χαμηλόφωνα, αλλά όλοι πολύ ευχαρίστως τέντωναν τα αυτιά τους για να την ακούσουν.
Όλοι υποκλίνονταν μπροστά στην πηγαία χάρη της είτε φορούσε βραδινό φόρεμα, είτε επέλεγε κοκτέιλ εμφάνιση, ακόμα και όταν φορούσε τη στολή ιππασίας για να επιδοθεί στο αγαπημένο της σπορ.
Στα ταξίδια της, στις επίσημες συνεντεύξεις Τύπου του Ωνάση, στις δεξιώσεις τους στη βίλα στη Γλυφάδα, παντού συγκέντρωνε τα φώτα της δημοσιότητας.
Αλλά και στις βόλτες που της άρεσε να κάνει στα στενά της Πλάκας, στο Μοναστηράκι, στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου και στη Βαλαωρίτου, όπου αναζητούσε κάτι ιδιαίτερο ανάμεσα στις αντίκες του Χαριτάκη και στο κατάστημα του Μαρτίνου, μαγνήτιζε με τη χάρη της.
Κι ύστερα στο νησί. Ακόμα και κατά τους ατέλειωτους περιπάτους της στους δρόμους του Σκορπιού παρέα με τον γιο της τον Τζον Κένεντι τζούνιορ, ήξερε ότι κάπου καραδοκούσε ο φακός και τον περίμενε πάντοτε, μελετημένα ατημέλητη.
Το μαντίλι με το οποίο συνήθιζε να προστατεύει τα μαύρα της μαλλιά από τη θαλασσινή αρμύρα, δεν της προσέφερε κάλυψη από τους παπαράτσι, αλλά μαζί με τα μεγάλα μαύρα γυαλιά της, δημιούργησαν στυλ.
Όταν μάλιστα θέλησε να παραπλανήσει τους φωτορεπόρτερ που συνωστίζονταν έξω από τη βίλα της Γλυφάδας, ζήτησε από την οικονόμο της Όλγα Ρόντιλ να πάρει τη θέση της.
Και μπορεί η γυναίκα που τη συνόδευε σε κάθε της βήμα να έκανε φιλότιμη προσπάθεια να αναπαραστήσει όσο καλύτερα μπορούσε τη μεγάλη κυρία, φορώντας το παλτό, τα γυαλιά και το μαντήλι της, το έμπειρο μάτι των ρεπόρτερ όμως, που είχαν εκπαιδευτεί πλέον να ξεχωρίζουν τη φιγούρα της πραγματικής Τζάκι, δεν ξεγελάστηκε.