Τα παντελόνια τζιν συνδέθηκαν αρχικά με τους μεταλλωρύχους και τους καουμπόι της Αμερικής και στη συνέχεια με τους «μάτσο» σταρ του Χόλιγουντ.
Το σκληρό ύφασμα ήταν πολύ ανθεκτικό, αλλά ελάχιστα βολικό. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα όμως αποτέλεσε την απόλυτη μόδα και ήταν συνώνυμο των ρέμπελων και των «εναλλακτικών» νέων.
Το ύφασμα από την Ιταλία
Το 1492 ο Χριστόφορος Κολόμβος έφτασε στην αμερικανική ήπειρο και μαζί του έφερε και ένα άγνωστο ύφασμα που το χρησιμοποιούσε ως πανί στα πλοία του. Το καραβόπανο ήταν η πρώιμη μορφή του τζιν.
Η ιστορία των τζιν,όμως, ξεκινά τον 18 αιώνα και μάλιστα στην Ιταλία.
Ναύτες από τη Γένοβα φορούσαν κομψά και ανθεκτικά ρούχα από ντένιμ.
Έτσι το τζιν αποτελεί μία παράφραση της αγγλική λέξης Τζένοα, ενώ το ντένιμ αναφέρεται σε ένα βαμβακερό ρούχο γνωστό ως «Serge de Nimes», η ακριβής μετάφραση του οποίου είναι «ύφασμα από τη Nimes», μια πόλη στη νότια Γαλλία.
Ο πυρετός του χρυσού και ο μετανάστης από τη Βαυαρία
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, στην Αμερική, όσοι έκαναν χειρωνακτικές εργασίες, φορούσαν ρούχα που άντεχαν, τα οποία έμοιαζαν με τζιν.
Το 1853 μετανάστευσε στις ΗΠΑ ο βαυαρός Λεμπ Στράους, ένας φιλόδοξος επιχειρηματίας που εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια την εποχή που ο πυρετός του χρυσού ήταν στο αποκορύφωμά του.
Ο Στράους άλλαξε το μικρό του όνομα σε Λιβάι και άνοιξε την πασίγνωστη πλέον επιχείρηση «Levi Strauss & Co», όπου πουλούσε στους χρυσοθήρες τζιν παντελόνια.
Σύντομα, τα παντελόνια έγιναν ανάρπαστα, καθώς ήταν πολύ ανθεκτικά και διότι το εμπόριο του βαμβακιού εξαπλώθηκε στις περισσότερες αμερικανικές πολιτείες.
Μαζί με τον άγνωστο συνεργάτη του, τον Τζέικοπ Ντέιβις, έναν ράφτη από τη Νεβάδα, έχτισαν μια αυτοκρατορία.
Ο Ντέιβις ήταν εκείνος που σκέφτηκε να να τοποθετήσει τις μεταλλικές κόπιτσες στην άκρη κάθε τσέπης του παντελονιού, ώστε να μην σκίζονται κατά τη διάρκεια της εργασίας.
Το τραχύ ένδυμα, έτσι, μπορούσε να πλυθεί παρά πολλές φορές χωρίς να πάθει τίποτα.
Το 1886 ο Στράους τοποθέτησε και την κλασική πλέον δερμάτινη επιγραφή στο πίσω μέρος του παντελονιού, που απεικόνιζε δύο άλογα να τραβούν το παντελόνι προ την αντίθετη κατεύθυνση, ακριβώς για να ενισχύσει την εικόνα της τρομερής ανθεκτικότητας του ρούχου.
Η δημοτικότητα των παντελονιών
Έως τα μισά του 20ου αιώνα, το τζιν αποτελούσε το κατεξοχήν ρούχο της εργασίας.
Οι καουμπόι και οι ανθρακωρύχοι ήταν μόνιμοι πελάτες του Στράους.
Αρχικά, τα τζιν ήταν μπεζ αλλά τελικά το γνωστό μπλε κυριάρχησε, γιατί δε φαινόταν τόσο πολύ όταν ήταν λερωμένο.
Το ρούχο άρχισε να γίνεται γνωστό πέρα από την Άγρια Δύση, όταν βγήκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες τα πρώτα Γουέστερν, παρουσιάζοντας στο ευρύ κοινό τα τζιν παντελόνια, και δημιουργώντας το στερεότυπο του «μάτσο» αρσενικού.
Οι άνδρες με τα τζιν ήταν συνώνυμο της αρρενωπότητας, της λακωνικότητας και της γοητείας. Δέκα χρόνια αργότερα, ακόμη ένα ανδρικό πρότυπο άρχισε να φορά τζιν.
Ο αμερικανός στρατιώτης. Όταν έβγαζαν τη στολή τους, κυκλοφορούσαν με ένα τζιν και ένα απλό μπλουζάκι, ενώ στον θώρακά τους κυμάτιζε η μεταλλική στρατιωτική τους ταυτότητα.
Η εκτόξευση του τζιν που καθόρισε μια ολόκληρη γενιά
Το 1955 προβλήθηκε η ταινία «Επαναστάτης χωρίς αιτία» με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Ντιν, έναν ηθοποιό «νέας κοπής», ο οποίος δεν θύμιζε σε τίποτα προηγούμενους αστέρες του σινεμά.
Ένα μπλε τζιν, με ένα λευκό μπλουζάκι και ένα δερμάτινο μπουφάν ήταν αρκετά για να γίνει η φαντασίωση κάθε κοπέλας και το ίνδαλμα κάθε νέου.
Ταυτόχρονα, η ταινία συνδέθηκε και με την έννοια της αμφισβήτησης και περιφρόνηση κανόνων που όριζαν την αστική τάξη.
Οι νέοι ήταν οι κατάλληλοι εκπρόσωποι.
Σχεδόν κανείς δεν ήθελε να μοιάσει στο πατέρα του και η ιδανική δουλειά για αυτούς δεν ήταν το κλασικό «9-5» ωράριο του γραφείου.
Αναζητούσαν την περιπέτεια και τη διαφορετικότητα.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50 δεν υπήρχε νεαρός που να μη φορά τζιν.
Σε αυτό συνέβαλε, κυρίως η μαζική κινηματογραφική και μουσική βιομηχανία, καθώς είδωλα όπως ο Μάρλον Μπράντο, ο Έλβις Πρίσλεϊ αλλά και η Μέριλιν Μονρόε φωτογραφίζονταν με τζιν παντελόνια.
Το νέο ύφασμα που λάνσαρε για πρώτη φορά στις 6 Ιουνίου 1853 ο Λιβάι Στρος αποτελεί σήμερα αναπόσπαστο κομμάτι σε όλες τις γκαρνταρόμπες.